Αρχική σελίδα        

 Εταιρεία

 Μουσείο Λ.Τ.Κ.          

 - Οι Συλλογές   

  -Ψηφιακή Συλλογή      

 -Έκθεμα Μήνα

-Νέα Αποκτήματα

 - Φίλοι Μουσείου

 - Εθελοντισμός

-Πωλητήριο

-Εργαστήρια

Διεθνής Ήμέρα Μουσείων

Δελτία Τύπου  

 Συνέδρια

 Εκδηλώσεις

 Εκδόσεις

 Τοποθεσία

Ώρες Λειτουργίας 

Επικοινωνία

 

 


ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ

 

2020  2019 2018 2017 2016  2015  2014   2013   2012     2011    2010   2009



ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ 2017

 


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ   ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ  ΜΑΡΤΙΟΣ  ΑΠΡΙΛΙΟΣ  ΜΑΙΟΣ  ΙΟΥΝΙΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ  ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ  ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ


 

 

Έκθεμα μήνα Ιανουαρίου 2017


   Επ’ ευκαιρία της έκθεσης «Κυθρέα. Η γη των Χύτρων. Αρχαιότητες, Κειμήλια και Θησαυροί». η οποία φιλοξενείται στο Παλαιό Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο έως τις 29 Απριλίου 2017, η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών παρουσιάζει ένα βαμβακερό υφαντό, με την ονομασία «αλάς» (ΑΜ.2214), το οποίο περιλαμβάνεται στις συλλογές του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου. Πρόκειται για δωρεά του Σωτ. Κωνσταντίνου από την ενορία της Χρυσίδας στην Κυθρέα. Το υφαντό αποκτήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1973 στα πλαίσια μιας από τις οργανωμένες αποστολές του Μουσείου σε διάφορες περιοχές. Η αποστολή στην Κυθρέα έγινε μόλις τον Μάρτιο του 1973 και ήταν αποτέλεσμα συνεργασίας του προσωπικού του Μουσείου (Ελ. Δημητρίου και Γ. Καπλάνη) με το Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών και κράτησε δεκαπέντε ημέρες.
    Στο Mητρώον φέρει την ονομασία «αλάς» και την επεξήγηση, ότι χρησιμοποιείτο ως επένδυση από τους βοσκούς. Η αλατζιά είναι βαμβακερό υφαντό, συνήθως με λεπτές κατακόρυφες ή σταυρωτές ρίγες στους παραδοσιακούς χρωματισμούς (στην περίπτωση μας μπλε), που χρησιμοποιείτο κυρίως ως καθημερινό ένδυμα στις γυναικείες και ανδρικές φορεσιές (στα πουκάμισα και ιδιαιτέρως στα ζιμπούνια).


Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.
Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Χρίστου

Πηγές:
Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου
Κυπριακαί Σπουδαί, ΛΖ΄(1973) 292-3, 299-300.
Α. Γ. Πιερίδη, Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη (Δημοσιεύματα της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών 6), Λευκωσία 1991, 64-65

 

 


Έκθεμα μήνα Φεβρουαρίου 2017


Επ’ ευκαιρία της έκθεσης «Κυθρέα. Η γη των Χύτρων. Αρχαιότητες, Κειμήλια και Θησαυροί». η οποία φιλοξενείται στο Παλαιό Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο, η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών παρουσιάζει μια κουρελλού, δηλαδή ένα είδους υφαντό στο αργαλειό με λωρίδες υφάσματος σε ρομβοειδή διακόσμηση, 120Χ63 εκ. Η κουρελλού, η οποία περιλαμβάνεται στις συλλογές του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου (Α.Μ. 2213), φέρει την ονομασία «πατανία» (κουβέρτα) που σημαίνει ότι χρησιμοποιήθηκε γι’αυτό το σκοπό. Αγοράστηκε από την ενορία της Συρκανιάς στην Κυθρέα. Το υφαντό αποκτήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1973 στα πλαίσια μιας από τις οργανωμένες αποστολές του Μουσείου σε διάφορες περιοχές. Η αποστολή στην Κυθρέα, η οποία έγινε μόλις τον Μάρτιο του 1973 και ήταν αποτέλεσμα συνεργασίας του προσωπικού του Μουσείου (Ελ. Δημητρίου και Γ. Καπλάνη) με το Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, κράτησε δεκαπέντε ημέρες.



Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.
Επιμέλεια κειμένου: Παναγιώτα Κωνσταντίνου, μέλος Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών
Πηγές:
E. Χρίστου, «Λαογραφικά αντικείμενα της Κυθρέας στην Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών», Κατάλογος Έκθεσης Κυθρέα. Η γη των Χύτρων, 72-75, Λευκωσία 2016
Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου
Κυπριακαί Σπουδαί, ΛΖ΄(1973) 299-300.
Α. Γ. Πιερίδη, Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη (Δημοσιεύματα της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών 6), Λευκωσία 1991, 64-65



Έκθεμα μήνα Μαρτίου 2017

Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα Μαρτίου 2017 μια κολοκύθα με πλουμιστή διακόσμηση (κολότζι) (Α.Μ. 1943), χαρακτηριστική της περιοχής στο χωριό Κάμπος. Το συγκεκριμένο αντικείμενο έγινε δωρεά στο Μουσείο από τον Τάκη Ζαμπακίδη το 1971. Φέρει πλούσια εγχάρακτη διακόσμηση στο λαιμό με ζώνες από γεωμετρικά μοτίβα (ρόμβους, κυματιστές γραμμές). Η σφαιρική γάστρα της κολοκύθας διακοσμείται με πέντε μεγάλους κύκλους, οι οποίοι στο εσωτερικό τους περικλείουν ακτινωτούς ρόδακες. Ως επίστεψη, πάνω από τους κύκλους, υπάρχει δαντελωτή διακόσμηση που θυμίζει τοξοστοιχία.
Ο συγκεκριμένος τύπος «κολοτζιού», δηλαδή με ίσιο λαιμό και σφαιρική κοιλιά, εξυπηρετούσε κυρίως οικιακούς σκοπούς, δηλαδή χρησιμοποιείτο κυρίως ως σκεύος για το νερό και το κρασί. Παραδείγματα έχουμε επίσης και για άλλους σκοπούς, όπως ήταν για τη φύλαξη πυρίτιδας (κολότζια του πυρίτη), ως δοχείο για το ταΐσμα μικρών πουλιών, ως δοχείο για τις ελιές (κολοκολιός), ως κουταλοθήκη, ως δοχείο για το λούσιμο της οικογένειας, αλλά και για το πλύσιμο των ρούχων. Με την κατάλληλη επεξεργασία έχουμε και τη χρήση του στη μουσική ως έγχορδο μουσικό όργανο, τον λεγόμενο ταμπουρά. Σε εορταστικές περιπτώσεις όπως ήταν ο γάμος στόλιζαν την κολοκύθα με ένα κουλούρι πλουμιστό που είχε τρύπα στη μέση, το οποίο και φορούσαν στο λαιμό της. Το «κολότζι» αυτό το χρησιμοποιούσαν στο κάλεσμα ή και στο κέρασμα του γάμου αναλόγως της περιοχής.
Η διαδικασία για την επεξεργασία των κολοκύθων ήταν επίπονη. Τα «κολότζια» αφήνονταν πρώτα να αποξηρανθούν. Ο λεπτός φλοιός τους αφαιρείται με το ξύσιμο. Αυτό είναι απαραίτητο για να μην αναπτυχθούν μύκητες, που θα δημιουργήσουν στο «κολότζι» μαύρες κηλίδες. Αν η χρήση του ήταν για υγρά, το πάνω μέρος κόβεται και αρχίζει η διαδικασία του καθαρισμού. Για να φύγουν οι σπόροι, τοποθετούνται μέσα στην κολοκύθα κομμάτια από γυαλί ή αγκαθωτές πέτρες, τα οποία ανακινούνται δυνατά, έως ότου αφαιρεθεί όλο το εσωτερικό. Μετά για να γίνει ομαλή η εσωτερική επιφάνεια και να στεγανοποιηθεί για τα υγρά, χύνεται μέσα στην κολοκύθα ζεστή πίσσα από τα πεύκα. Με αυτόν τον τρόπο επικαλύπτεται όλη η εσωτερική επιφάνεια του κολοτζιού. Η διακόσμηση γινόταν με κοφτερό μαχαίρι, καρφί ή βελόνι και στη συνέχεια ο τεχνίτης άλειφε την κολοκύθα με λάδι, μαύρες ελιές ή πυρίτιδα για να λάβουν οι παραστάσεις το χαρακτηριστικό μαύρο χρώμα. Η διακόσμηση συνήθως αποτελείτο από επιφανείς μορφές, σκηνές από τη μυθολογία, σκηνές από την ελληνική ιστορία, αλλά και την καθημερινή ζωή.
Ποικιλία κολοκύθων εκτίθεται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου. Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.




Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.
Επιμέλεια κειμένου: Κωνσταντίνος Θεοφάνους, μέλος Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών
Πηγές:
-Ε. Χρίστου και Α. Θεοφάνους, «Έκθεμα μηνός Μαρτίου 2015», Κυπριακαί Σπουδαί, ΟΘ’ (2015) (υπό δημοσίευση), βλ.
http://cypriotstudies.org/ekthema%20mina%201915.html
-Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου
-Κυπριακαί Σπουδαί, ΛΖ΄(1973) 299-300.
-Α. Γ. Πιερίδη, Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη (Δημοσιεύματα της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών 6), Λευκωσία 1991, 64-65.


Έκθεμα μήνα Απριλίου 2017


Για το μήνα Απρίλιο το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει ένα πανέρι (τσέστο) (Α.Μ. 488) από την πλούσια συλλογή που υπάρχει. Ο τσέστος αυτός αγοράσθηκε από το Μουσείο το 1951 από τον Άγιο Θεόδωρο, ενώ προέρχεται από την Συλίκου. Συνδυάζει στοιχεία από στελέχη σιταριού (ποκαλάμες) και πολύχρωμα υφάσματα.
Οι τσέστοι (πανέρια) είναι ένα από τα είδη της λαϊκής χειροτεχνίας, που ήταν πολύ διαδεδομένα σε όλη την Κύπρο. Συνήθως κατασκευάζονταν από στελέχη σιταριού, φύλλα φοινικιάς και διακοσμούνταν, συνδυάζοντας βαμμένα καλάμια ή χρωματιστό ύφασμα (Δημητρίου Μ.2002, 166). Ο συγκεκριμένος τσέστος διακοσμείται στο μέσον με μαύρο σταυρό και τέσσερις ρόμβους ανοικτόχρωμους, ενώ στην περίμετρο κυριαρχούν ελεύθερες λωρίδες ποικιλόχρωμες.
Η χρήση τους ήταν διακοσμητική, αλλά και χρηστική. Πάνω σε αυτούς έκοβαν και αποξήραιναν τον φιδέ, τα μακαρόνια, τον τραχανά. Τοποθετούσαν τα κουλούρια και τις φλαούνες το Πάσχα πρίν και μετά το φούρνισμα. Μετέφεραν τα κόλλυβα και το πεντάρτι (τέσσερα πρόσφορα και έναν μεγαλύτερο άρτο) στην εκκλησία. Στους τσέστους τοποθετούσαν και καθάριζαν από τις πέτρες και τους χαλασμένους σπόρους όλα τα γεωργικά προϊόντα (τα γεννήματα) που προορίζονταν για τη διατροφή τους, όπως φάβα (λουβάνα), φασόλια μαυρομάτικα (λουβί), φασόλια, κουκιά, ρεβίθια, σιτάρι κ.ά. (Καντζηλάρης 2007, 194-195). Χρησιμοποιούνταν επίσης ως διακοσμητικό στοιχείο στους τοίχους των σπιτιών ή στις σουβάντζες, αλλά και ως τραπέζι τα καλοκαίρια, τοποθετώντας τους πάνω σε σκαμνί (Φωκαϊδη 1982, 218).
Ο τσέστος όμως είχε την τιμητική του θέση και στο γάμο. Μετέφεραν πάνω σ’ αυτόν τα στέφανα των μελλονύμφων στην εκκλησία, το κρασί, το ψωμί, τα δακτυλίδια των αρραβώνων και τις κουφέτες του γάμου. Χόρευαν πάνω σ’ αυτούς την παραμονή του γάμου τα μεταξωτά προικιά της νύφης ή τοποθετούσαν πάνω τους χρήματα ή φαγώσιμα είδη για να ‘πλουμίσουν’ τους βιολάρηδες (μουσικούς).
«Ένας καλός τσέστος προκαλούσε πάντα το θαυμασμό. Τότε οι κάτοχοί του έβρισκαν την ευκαιρία να επαινέσουν τη νέα που τον είχε κατασκευάσει και ήταν ένας έμμεσος τρόπος αναφοράς σε προξενιό. Ο τσέστος ήταν ένα απαραίτητο συμπλήρωμα για την προίκα της νέας, ανεξάρτητα αν αυτή θα παντρευόταν ρεσπιέρη (γεωργό) ή γραμματιζούμενο (μορφωμένο), έμπορο ή ιερέα». (Καντζηλάρης 2007, 196).
Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου διασώζει και διατηρεί από το 1937 αντικείμενα από τις κατεχόμενές μας περιοχές και όχι μόνο. Όσοι θα ήθελαν να δωρίσουν αντικείμενα στο μουσείο, μπορούν να αποταθούν στο τηλ. 22-432578, www.cypriotstudies.org
Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.

Επιμέλεια κειμένου: Κωνσταντίνος Θεοφάνους, μέλος Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών

Πηγές:
- Ε. Χρίστου , «Έκθεμα μηνός Μαΐου 2014», Κυπριακαί Σπουδαί ΟΗ’ (2015) (υπό δημοσίευση), βλ.
http://cypriotstudies.org/ekthemamina2014.html
-Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.
-Γ. Καντζηλάρη, Το Καϊμακλί μέσα από το πέρασμα του χρόνου, Λευκωσία 2007.
-Φ. Ν. Φωκαϊδη, Λάπηθος : ιστορία και παράδοσις, Λευκωσία 1982.
-Μ. Δημητρίου, Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείου, Λευκωσία 2002.



Έκθεμα μήνα Μαΐου 2017


Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών παρουσιάζει για το μήνα Μάιο μια μοναδική «κουταλιτζιή» (Α.Μ. 1272), μια θήκη δηλαδή για κουτάλες, πιρούνια, μαχαίρια κ.τ.λ., η οποία χρονολογείται στον 19ο αιώνα και προέρχεται από την Κοίλη της Πάφου. Στο Μουσείο δωρήθηκε το 1966 από τον Γεώργιο Ιωάννου.
Φέρει έναν ιδιαίτερο διάκοσμο που θυμίζει αρχαιοελληνικές παραστάσεις. Στέφεται με δύο συνθέσεις, όπου κυριαρχούν δὐο αντωπές μορφές, που θυμίζουν σφίγγες, οι οποίες φέρουν διάδημα στο κεφάλι και πλαισιώνονται από πτηνά και σαύρες. Στο μέσον αυτών δεσπόζει ένα όρθιο ειδώλιο. Στις παραστάσεις διακρίνονται τρία χρώματα, κίτρινο, κυανό και ερυθρό.
Η βάση της κουταλιτζιής φέρει επίσης έγχρωμο διάκοσμο και κοσμείται με ένα πουλί με μακρύ ράμφος και λοφίο, που θυμίζει τσαλαπετεινό. Στο μέσον της υπάρχει ένα σχηματοποιημένο δένδρο που καταλήγει σε τρία συμμετρικά κλαδιά.

Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.

Επιμέλεια κειμένου: Κωνσταντίνος Θεοφάνους, μέλος Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών.

Πηγές:
-Ε. Παπαδημητρίου, Η τέχνη του ξύλου στην Κύπρο, Λευκωσία 2003.
-Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.
-Μ. Δημητρίου, Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείο, Λευκωσία 2002.



Έκθεμα μήνα Ιουνίου 2017

Επ’ ευκαιρία της Έκθεσης «Η Ζωή Μετά Θάνατον», το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, για το μήνα Ιούνιο έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει ένα ψαθί (Α.Τ. Π69). Είναι σαν ένα είδος χαλιού πλεγμένο κατά κύριο λόγο με φλούδι και βοηθούσε πολύ στις ανάγκες των σπιτιών.
Το φλούδι αφθονούσε στις κοιλάδες των ποταμών, σε λίμνες, σε υδατοφράκτες και γενικότερα σε τοποθεσίες με άφθονο νερό. Αφού το μάζευαν απ’ εκεί, το έκαναν δέσμες και το άπλωναν στον ήλιο να στεγνώσει εντελώς και το φύλαγαν σε μέρος που δεν είχε υγρασία, για να μην μαυρίσει.
Για να κατασκευασθεί το ψαθί χρησιμοποιούσαν ειδικούς αργαλειούς, τις βούφες, μια εργασία που γινόταν ως επί το πλείστον από γυναίκες στο σπίτι. Τα στελέχη του φυτού πλέκονταν μεταξύ τους και σταθεροποιούνταν, ώστε να σχηματίσουν ένα σταθερό στρώμα.
Τα μικρά ψαθάκια χρησιμοποιούνταν συνήθως ως χαλάκια για να σκουπίζουν τα παπούτσια τους στην είσοδο του σπιτιού. Τα μεγαλύτερα όμως ψαθιά είχαν διάφορες χρήσεις, όπως στο άπλωμα προϊόντων για αποξήρανση στον ήλιο, τοποθετούσαν τα στρωσίδια πάνω για να κοιμηθούν, τα άπλωναν κάτω για να κάτσουν όλοι να φάνε κ.ά.
Τα ψαθιά τα χρησιμοποιούσαν ακόμη και στα ταφικά έθιμα της Κύπρου. Εκεί τοποθετούσαν τους τεθνεώτες, όσο ήταν ακόμα ζωντανοί, κατεβάζοντάς τους από το κρεβάτι, αφού θεωρούσαν ότι δεν ήταν καλό να τους βρει εκεί ο θάνατος. Το κεφάλι τους έπρεπε να βλέπει προς την ανατολή, εκεί όπου γεννιέται το φως.
Σήμερα, η βιοτεχνία αυτή έχει σχεδόν εξαφανισθεί. Περιορίζεται σε μικρή έκταση στην χωριό Ακρωτήρι και στην Πάφο.
Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.

Επιμέλεια κειμένου: Κωνσταντίνος Θεοφάνους, μέλος Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών.

Πηγές:
-Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.
-Χ. Ττερλικκά, Η κατασκευή των παραδοσιακών ψαθιών χθες και σήμερα στην ιστοσελίδα του Καπουτίου, http://www.kapouti.com.cy/asxolies-katoikon.html.
-Μ. Δημητρίου, Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείου, Λευκωσία 2002.

Έκθεμα μήνα Ιουλίου 2017

Επ’ ευκαιρία της Έκθεσης «Η Ζωή μετά Θάνατον», η οποία φιλοξενήθηκε στο κτήριο της Παλαιάς Ηλεκτρικής στην Πάφο, το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει μια παννυχίδα ή αλλιώς πίττα ή και κόρτα (Α.Μ. 3650). Η ονομασία προέρχεται από την λέξη παννυχίς < πᾶν + νύξ και τις ολονυκτίες που συνήθιζαν στα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Μετέπειτα οι ολονύκτιες δεήσεις (παννυχίδες) αντικαταστάθηκαν από τον εσπερινό, οπότε προς ανάμνηση οι άρτοι που προσφέρονται κατά τις παννυχίδες (δεήσεις) ονομάσθησαν παννυσί(δ)ες.
Πρόκειται για ένα αρτοσκεύασμα, το οποίο ζυμώνεται συνήθως με λεπτό κοσκινισμένο αλεύρι και διάφορα μυρωδικά, όπως μαστίχα, μέχλεπι και γλυκάνισο, ενώ πασπαλίζεται με σουσάμι και ενίοτε μαυρόκοκκο. Σε μερικές περιοχές ζυμώνουν δύο «πίτες του γιορτάρη» (παννυσίδες), για να πάρουν μια μικρή στον εσπερινό και μια μεγάλη την ημέρα της γιορτής. Στον ελλαδικό χώρο είναι γνωστἠ και ως χριστόψωμο. Οι παννυχίδες εκτός από πίτες του γιορτάρη χρησιμοποιούνταν και ως πίτες του μνημοσύνου. Κόβονταν και μοιράζονταν, μαζί με τα κόλλυβα, για να τιμήσουν την μνήμη των κεκοιμημένων τους. Συνήθως συνοδεύονταν (στα πρώτα μνημόσυνα) με ελιές και χαλλούμι, ενώ σε ορεινές περιοχές προσέφεραν κρασί ή ζιβανία.
Η διακόσμηση της μεγάλης παννυχίδας απαιτούσε μεγάλη επιδεξιότητα. Σε πολλές περιπτώσεις έμοιαζε με κέντημα, αφού την επιφάνεια της πίτας κοσμούσαν διάφορα μοτίβα (σταυρός, μαργαρίτες, σταφύλια, φύλλα, χριστάγκαθα), όλα καμωμένα από ζυμάρι. Σε κάποια χωριά στολίζονταν και με πολύχρωμες ή ασημένιες κουφέττες, σταφίδες, ρόδια και ασπρισμένα αμύγδαλα.
Η συγκεκριμένη παννυχίδα είναι διακοσμημένη με ένα μεγάλο σταυρό στο κέντρο, πλαισιωμένο με τέσσερεις ρόδακες. Περιμετρικά η παννυχίδα φέρει ένα οδοντωτό μοτίβο που συνήθως σχηματιζόταν μ’ ένα μαχαίρι ή ψαλίδι.


Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.

Επιμέλεια κειμένου: Κωνσταντίνος Θεοφάνους και Ελένη Χρίστου

Πηγές:
-Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.
-Κ. Πρωτοπαπά, «Έθιμα στην παραδοσιακή ζωή της Κύπρου που σχετίζονται με τη μεταθανάτια ζωή», Η Ζωή μετά Θάνατον. Κατάλογος Έκθεσης, (επιμ. Χοτζάκογλου Χ., Ηλιάδη Ι.), Λευκωσία 2017, 161-166.
-Δ. Βοσκαρίδου, Το πλουμιστό ψωμί της Κύπρου, Λεμεσός 2011.
-Θ. Κυπρή, Κ. Πρωτοπαπά, «Κυπριακά παραδοσιακά ζυμώματα», στο Φούρνοι και παραδοσιακά ζυμώματα στη Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο (Πρόγραμμα 'Θράκη- Αιγαίο - Κύπρος', Θήρα 2007), 261-278.
- Κ. Πρωτοπαπά, "Παραδοσιακή διακόσμηση στο πάτωμα, στο σιτάρι και στο ψωμί'', Εθνογραφικά 14 2009, 107-132.
-Ξ.Π. Φαρμακίδου, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Υλικά διά την σύνταξιν Ιστορικού Λεξικού της Κυπριακής Διαλέκτου, μέρος Β', (έκδ. Θεοφανώς Δ. Κυπρή), Λευκωσία, 22003.


Έκθεμα μήνα Αυγούστου 2017

Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, έχει επιλέξει για το μήνα Αύγουστο, να σας παρουσιάσει μια κούππα «αλειφτή» (εφυαλωμένη κούπα) της Λαπήθου (Α.Μ. 1936), αγορασμένη το 1971 από το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου. Φέρει πράσινη «αντιναχτή» διακόσμηση πάνω σε γυαλιστερή αλοιφή.
Στην Λάπηθο βρέθηκαν πολλά καμίνια, χρονολογημένα από τον 16ο αιώνα μ.Χ., γεγονός που φανερώνει πως η περιοχή αποτελούσε από τον Μεσαίωνα κέντρο αγγειοπλαστικής, κάτι που συνεχίσθηκε και στα νεώτερα χρόνια.
Για την παρασκευή του πηλού, τα εργαστήρια της περιοχής έπαιρναν τρία είδη χώματος, κόκκινο από την Μύρτου, μαύρο από τη Βασίλεια και το ασπρόχωμα από τη Λευκωσία. Συχνά χρησιμοποιείτο και άργιλος από τα βουνά της περιοχής. Τα αγγειοπλαστεία εκεί έφτιαχναν κούππες, κουρελλούς (αγγεία αποθηκεύσεως τυριού, λαδιού, ελιών), μπότηδες, βάζους, γλάστρες, φλιτζάνια, πιάτα, αλατιέρες.
Βασική διαφορά των αγγείων της Λαπήθου από αυτά των υπόλοιπων περιοχών είναι αυτό το στίλβωμα που έχουν, το οποίο τα καθιστά ιδανικά για οικιακή χρήση. Αυτό τα βοήθησε να γίνουν πολύ γνωστά και διαδεδομένα σε ολόκληρη την Κύπρο.
Οι κούππες αυτές είχαν ιδιαίτερη χρήση και όσον αφορά στα ταφικά έθιμα στην Κύπρο. Αφού τις γέμιζαν με νερό, τις τοποθετούσαν δίπλα στο νεκρό, πιθανότατα έως και για σαράντα μέρες, αφού πίστευαν ότι η ψυχή διψούσε και έπινε νερό. Στις κούππες έβαζαν και λάδι με φυτίλι αναμμένο για σαράντα ημέρες, όπως και κόλλυβα.
Μετά την Τουρκική εισβολή το 1974, οι αγγειοπλάστες από την περιοχή εγκατέστησαν τα εργαστήριά τους στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου και συνεχίζουν την παράδοση της Λαπήθου με σύγχρονα αλειφτά αγγεία.


Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.

Επιμέλεια κειμένου: Κωνσταντίνος Θεοφάνους, μέλος Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών.

Πηγές:
-Μ. Δημητρίου, Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείου, Λευκωσία 2002.
-Μ. Δημητρίου, Παραδοσιακή Αγγειοπλαστική στην Κύπρο, Λευκωσία 2001.
-Ε. Παπαδημητρίου, Νεότερη εφυαλωμένη κεραμική της Κύπρου. Τα εργαστήρια της Λαπήθου. Λευκωσία 2005.
-Κ. Πρωτοπαπά, «Έθιμα στην παραδοσιακή ζωή της Κύπρου που σχετίζονται με τη μεταθανάτια ζωή», Η Ζωή μετά Θάνατον. Κατάλογος Έκθεσης, (επιμ. Χοτζάκογλου Χ., Ηλιάδη Ι.), Λευκωσία 2017, 161-166.
-Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.




Έκθεμα μήνα Σεπτεμβρίου 2017

Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, για το μήνα Σεπτέμβριο έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει ένα πήλινο πιθάρι (Α.Μ. 1236), το οποίο προέρχεται από τον Σταυρό του Αγιασμάτη κι έγινε δωρεά στο Μουσείο από την Ιερά Μητρόπολη Κυρηνείας το 1966.
Είναι διακοσμημένο με ανάγλυφες κυματοειδείς γραμμές, τα “ζωνάρκα”, όπως επίσης και με έναν σταυρό.
Τα πιθάρια παράγονταν συνήθως στα χωριά Φοινί και Κόρνος από πηλό (κόκκινο χώμα μαζί με μαυρόχωμα), ενώ σε αντίθεση με τα άλλα μικρότερα αγγεία δεν κατασκευάζονταν ολόκληρα στον τροχό. Η κατασκευή του πιθαριού διαρκούσε 20-45 μέρες ανάλογα με το μέγεθός τους.
Έφτιαχναν τη βάση του πιθαριού έως τη μέση κι ακολούθως πρόσθεταν λωρίδες από πηλό, ενώ κατά διαστήματα έβρεχαν το αγγείο με ένα βρεγμένο ύφασμα για να βοηθήσει τον πηλό να πάει πιο εύκολα προς τα πάνω. Η διαδικασία αυτή συνεχιζόταν μέχρι να πάρει το τελικό σχήμα και μέγεθος. Μετά έπρεπε να μείνει σε σκιερό μέρος για περίπου 10-15 μέρες να στεγνώσει και να μπει στο καμίνι να ψηθεί.
Κάποια πιθάρια ήταν τόσο μεγάλα που δεν μπορούσαν να περάσουν από την πόρτα των σπιτιών, γι αυτό και τα κατασκεύαζαν επί τόπου, εντός του σπιτιού.
Η χρήση των πιθαριών αυτών ήταν συνήθως για αποθήκευση κρασιού, νερού και λαδιού, ενώ το εσωτερικό τους ήταν αλειμμένο με πίσσα του πεύκου για να κρατεί τα υγρά αυτά.
Σήμερα τα πιθάρια αυτά χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά στους κήπους των σπιτιών και ελάχιστα για αγροτικούς σκοπούς.

Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.

Επιμέλεια κειμένου: Κωνσταντίνος Θεοφάνους, μέλος Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών.

Πηγές:
-Μ. Δημητρίου, Παραδοσιακή Αγγειοπλαστική στην Κύπρο, Λευκωσία 2001.
-Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.
-http://www.phinivillage.com/cgibin/hweb?-A=29&-V=traditionaljobs.

Έκθεμα μήνα Οκτωβρίου 2017

Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, για τον μήνα Οκτώβριο έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει ένα ασημένιο εκκλησιαστικό κύπελλο (χανάππι) (Α.Μ. 1257). Το συγκεκριμένο αντικείμενο χρονολογείται στον 19ο αιώνα, ενώ αγοράσθηκε το 1966.
Φέρει στο κέντρο ανάγλυφη παράσταση δικέφαλου αετού, η οποία περιβάλλεται από κυκλική, οδοντωτή διακόσμηση. Σημαντικό όμως στοιχείο αποτελεί η επιγραφή που φέρει: «ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΗΝΑ ΜΑΡΤΙΟΥ 15 1865». Η χρονολογία αυτή είναι πιθανότατα το έτος κατασκευής του.
Η αργυροχοΐα στην Κύπρο ήταν μια τέχνη πολύ διαδεδομένη κατά τον 17ο με 19ο αιώνα, κάτι που φαίνεται και από τα πολλά αντικείμενα και κοσμήματα που σώζονται σε διάφορες συλλογές και μουσεία. Τα μεγαλύτερα και καλύτερα εργαστήρια βρίσκονταν κυρίως στην Λευκωσία, εκεί όπου πωλούσαν περισσότερο τα αντικείμενά τους. Πολύ διαδεδομένα ήταν τα κοσμήματα, όπως περιδέραια, σταυροί, σκουλαρίκια, δακτυλίδια, καθώς και ασημένια οικιακά σκεύη, θυμιατήρια, μυροδοχεία (μερρέχες), συνδυασμός των δύο προηγουμένων (καπνιστομέρρεχα), κύπελλα (ζάρφια) κ.ά. Στα μεγάλα χωριά υπήρχαν επίσης αρκετοί τεχνίτες που έφτιαχναν ασημένιους δίσκους, κύπελλα, πηρουνάκια, κουταλάκια.
Οι αργυροχόοι κατασκεύαζαν και διάφορα εκκλησιαστικά σκεύη, όπως δίσκους με εγχάρακτη ή ανάγλυφη διακόσμηση με θρησκευτικά θέματα, σταυρούς, κανδήλια, αφιερώματα, επικαλύμματα Ευαγγελίων κ.ά. Για την κατασκευή των οικιακών και εκκλησιαστικών αυτών σκευών χρησιμοποιούσαν τεχνικές όπως η συρματερή (τριφούρι, φιλιγκράν), η εγχάρακτη, η έκκρουστη, η διάτρητη και η χυτή.
Η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών διαθέτει τη μεγαλύτερη συλλογή αργυροχρυσοχοΐας της Κύπρου, η οποία εκτίθεται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης.

Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές μπορείτε να αποταθείτε στο τηλ. 22432578.

Επιμέλεια κειμένου: Κωνσταντίνος Θεοφάνους, μέλος Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών.

Πηγές:
-Α. Γ. Πιερίδη, Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη, Λευκωσία 1991.
-Μ. Δημητρίου, Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείου Κύπρου, Λευκωσία 2002.
-Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.

Έκθεμα μήνα Νοεμβρίου 2017

Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, για τον μήνα Νοέμβριο έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει μια υαλογραφία (Α.Μ. 1969), μια ζωγραφιά δηλαδή πάνω σε γυαλί, η οποία χρονολογείται στον 20ο αιώνα (διαστάσεις 48x32 εκ.). Το συγκεκριμένο αντικείμενο προέρχεται απο την κατεχόμενη Κοντέα και αγοράσθηκε απο το Μουσείο το 1971.
Στην υαλογραφία αυτή εικονίζεται ένας νεαρός χωρικός, λαϊκός «ήρωας» της περιοχής, ο Κουμής από την Καλοψίδα, τον οποίο σκότωσαν οι ομοχώριοι του, καθώς είχε εμπλακεί σε «γυναικοδουλειές». Απεικονίζεται να ακουμπά σ’ ένα ξύλινο έπιπλο, φορώντας την παραδοσιακή ενδυμασία, τη βράκα με το πλατύ ζωνάρι, το γιλέκο (γελέκιν) και τις μπότες (ποδίνες). Το έργο έχει ως πρότυπο μια παλαιά οικογενειακή φωτογραφία.
Η ζωγραφική σε γυαλί ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Μεσαορία και κοσμούσε συνήθως το μεγάλο δίχωρο της παραδοσιακής οικίας. Στις υαλογραφίες απεικονίζονται θέματα θρησκευτικά, εθνικά, μυθολογικά πρόσωπα και λαϊκοί ήρωες, προσωπογραφίες και οικογενειακές φωτογραφίες, ζώα και πουλιά, καθώς και διάφορα διακοσμητικά θέματα. Η ζωγραφιά αποτυπωνόταν ανάποδα με λαδομπογιά στο πίσω μέρος του επιλεγμένου γυαλιού με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται κανονικά η ζωγραφιά στο μπροστινό μέρος του γυαλιού. Οι υαλογραφίες γίνονταν από ανώνυμους λαϊκούς ζωγράφους, οι οποίοι άφηναν τα έργα τους ανυπόγραφα. Ακόμη και οι γνωστοί λαϊκοί Κύπριοι ζωγράφοι, Μιχαήλ Κκάσιαλος και Αδαμάντιος Διαμαντής, είχαν ασχοληθεί με αυτό το είδος, χωρίς να αφήνουν την υπογραφή τους στα έργα τους.
Η υαλογραφία εκτίθεται στους χώρους της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, στην Πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού (εντός του περιβόλου του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου).



Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές μπορείτε να αποταθείτε στο τηλ. 22432578.

Επιμέλεια κειμένου: Κωνσταντίνος Θεοφάνους και Ελένη Χρίστου.

Πηγές:
-Ε. Παπαδημητρίου, Λαϊκή ζωγραφική, εγχάραξη και γλυπτική, Λευκωσία 2010.
-Ε. Χρίστου, «Έκθεμα μηνός Μαΐου 2009», Κυπριακαί Σπουδαί ΟΓ’ (2009).
-Μ. Δημητρίου, Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείου Κύπρου, Λευκωσία 2002.
-Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.


Έκθεμα μήνα Δεκεμβρίου 2017

Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, για τον μήνα Δεκέμβριο έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει ένα αγγείο ύδατος, μια κουκκουμάρα (Α.Μ. 1243), η οποία χρονολογείται στον 20ο αιώνα (διαστάσεις: ύψος 29 εκ., διάμ. 18,5 εκ., διάμ. βάσης 9,5 εκ.). Το συγκεκριμένο αντικείμενο προέρχεται από το Βαρώσι (Αμμόχωστο) και δωρήθηκε στο Μουσείο το 1966 από τον Π. Κολοκασίδη.
Πρόκειται για ένα αγγείο τύπου υδρίας με επίπεδη βάση και ανοικτή προς τα πάνω γάστρα. Προεκτείνεται σε ψηλό κυλινδρικό λαιμό, ο οποίος φέρει λίγο κάτω από το στόμιο ανάγλυφο δακτύλιο, ενώ απ’ εκεί αρχίζουν οι δύο λαβές του αγγείου. Αυτές φέρουν διακόσμηση με δύο ζεύγη ζώων που φαίνονται σαν να αναρριχώνται προς το στόμιο. Στις πλευρές του αγγείου παρατηρούμε διακόσμηση σε ομόκεντρη διάταξη δύο φυλλοφόρων βλαστών, οι οποίοι περικλείνουν τέσσερα διάτρητα επίθετα κομμάτια πηλού σε μορφή ανθεμίων.
Στην Αμμόχωστο η αγγειοπλαστική τέχνη ήταν πολύ ανεπτυγμένη, κάτι που φαίνεται τόσο από τα σχήματα των αγγείων, όσο και από τον τρόπο κατασκευής τους, με εξελιγμένα μέσα για την εποχή, ενώ ήταν τόσο διαδεδομένα που τα συναντούσε κανείς σε ολόκληρη την Κύπρο. Για τα αγγεία αυτά χρησιμοποιούσαν ένα μίγμα αργίλου, που έπαιρναν από τον ποταμό Πεδιαίο και κοκκινοχώματος από τη Δερύνεια.
Τα εργαστήριά τους στην πόλη ονομάζονταν «κουζάρικα» και έξω από αυτά συναντούσε κάνεις μεγάλες σειρές με αγγεία προς πώληση. Τα κυριότερα και συνηθέστερα είδη ήταν οι βάττες ή κουκκουμάρες, τα λαγήνια (ή λαήνια), οι κούζες κ.α. Πολύ σημαντικές ήταν και οι ανθρωπόμορφες κουκκουμάρες, αγγεία δηλαδή με ανάγλυφες ανθρώπινες μορφές.

Το αγγείο αυτό εκτίθεται στους χώρους του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, στην Πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού (εντός του περιβόλου του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου).



Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές μπορείτε να αποταθείτε στο τηλ. 22.432.578.

Επιμέλεια κειμένου: Κωνσταντίνος Θεοφάνους.

Πηγές:
-Ε. Ριζοπούλου- Ηγουμενίδου, Ανθρωπόμορφες Κουκκουμάρες. Η πορεία της διακοσμημένης κεραμικής της Αμμοχώστου (19ος-20ος αιώνας), Λευκωσία 2005.
-Μ. Δημητρίου, Παραδοσιακή Αγγειοπλαστική στην Κύπρο, Λευκωσία 2001.
-Μ. Δημητρίου, Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείου Κύπρου, Λευκωσία 2002.
-Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.