Αρχική σελίδα        

 Εταιρεία

 Μουσείο Λ.Τ.Κ.          

 - Οι Συλλογές   

  -Ψηφιακή Συλλογή      

 -Έκθεμα Μήνα

-Νέα Αποκτήματα

 - Φίλοι Μουσείου

 - Εθελοντισμός

-Πωλητήριο

-Εργαστήρια

-Διεθνής Ήμέρα Μουσείων

-Δελτία Τύπου  

 Συνέδρια

 Εκδηλώσεις

 Εκδόσεις

 Τοποθεσία

Ώρες Λειτουργίας 

Επικοινωνία

 

 

ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ

 

 2021  2020  2019 2018 2017 2016  2015  2014   2013   2012     2011    2010   2009



ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ 2020

 


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ   ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ  ΜΑΡΤΙΟΣ  ΑΠΡΙΛΙΟΣ  ΜΑΙΟΣ  ΙΟΥΝΙΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ  ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ  ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ


 

Έκθεμα μήνα Ιανουαρίου 2020

 

   cypriotstudies.org

Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα Ιανουαρίου την τέχνη της κεντητικής μέσα από Λευκαρίτικα κεντήματα, τα οποία θεωρούνται από τα πιο αντιπροσωπευτικά είδη παραδοσιακής κεντητικής τέχνης. Το 2009 καταχωρήθηκε από την UNESCO στον κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.   Η ανάπτυξη του κεντήματος της λευκαρίτικης τέχνης έχει τρεις εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή πηγαίνει αρκετά πίσω στον χρόνο, κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας (1489-1571), όπου οι Λευκαρίτισες διδάχτηκαν και εμπλούτισαν τις τεχνικές τους από της Βενετσιάνες αρχόντισσες που επισκέπτονταν την περιοχή. Η δεύτερη εκδοχή θέλει το παλάτι της Ρήγαινας να υπάρχει στην περιοχή. Οι γυναίκες που δούλευαν εκεί, αντέγραψαν βενετσιάνικες δαντέλες τις οποίες και εμπλούτισαν με δικά τους σχέδια. Η τελευταία εκδοχή θέλει τις γυναίκες της Κύπρου να περνούν μεγάλο χρονικό διάστημα στο σπίτι, έχοντας το κέντημα ως βασική τους ενασχόληση.
   Τα λευκαρίτικα διαθέτουν μεγάλη ποιλικία δαντελών. Η πιο γνωστή λόγω της εμπορικής της σημασίας είναι η δαντέλα με την τεχνική της ιταλικής ρετιτσέλλας. Τα πιο χοντρά υφάσματα και οι βαμβακερές κλωστές που χρησιμοποιούνταν την περίοδο 1860-1910, αντικαταθίστανται σταδιακά με πιο λεπτά. Τα σχέδια που συναντάμε είναι τα «πιττωτά» (πλακωτά ως προς το σχήμα), τα «γυρουλωτά» (στρογγυλά) και οι «καντούνες» (τριγωνικά). Στα κοφτά σχέδια συναντάμε τους «κόφτες» και τους «ποταμούς». Οι «ποταμοί» ανήκουν στα πιο σύνθετα σχέδια του λευκαρίτικου κεντήματος τα οποία εντοπίζουμε σε μεγάλη ποικιλία.
   Τα κεντήματα στην Κύπρο χρησιμοποιούνταν για την διακόσμηση του σπιτιού, για τον γάμο και άλλες γιορτές. Για τον γάμο, η οικογένεια της νύφης ετοίμαζε την προίκα με όσο το δυνατόν περισσότερα κεντήματα. Κάποια από αυτά τοποθετούνταν στους ίδιους τους νεόνυμφους για να μην λερώσουν τα ρούχα τους από το ροδόσταμο που τους ράντιζαν. Σε άλλες περιπτώσεις τα χειροτεχνήματα ήταν για χρήση ως κλινοσκεπάσματα, μαξιλαροκεντήματα, τραπεζομάντηλα, κάδρα τοίχου κ.α. Στο μουσείο μπορεί να δει ο επισκέπτης εξαίρετα δείγματα Λευκαρίτικων λευκοκεντήματων στη μόνιμη συλλογή του Μουσείου, αλλά είναι μόνο ένα μικρό δείγμα της πλούσιας συλλογής του Μουσείου γι' αυτό και προγραμματίζεται στο εγγύς μέλλον και σχετική περιοδική έκθεση με περισσότερα δείγματα.

Σπυριδούλα Μαγουλά, Εκπαιδευόμενη στη διαχείριση Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Πρακτική στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνη Κύπρου μέσω Erasmus

Αρχείον Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών
Α. Χατζηγιασεμή, Το λευκαρίτικο κέντημα.
Μ. Δημητρίου, Οι θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείου Κύπρου, Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία 1992.
Α.Πιερίδου, Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη, Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία 1991.


 


Έκθεμα μήνα Φεβρουαρίου

Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα Φεβρουαρίου τις παραλλαγές της γυναικείας ενδυμασίας μέσα από την περιοδική έκθεση που φιλοξενείται  στο μουσείο με τίτλο «Κυπριακή ενδυμασία από την Συλλογή Γκαφιέρο του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου». Η διάρκεια της έκθεσης θα είναι από τις 25 Φεβρουαρίου έως και τις 25 Απριλίου 2020. Οι βασικές παραλλαγές της γυναικείας ενδυμασίας μέσα από την Συλλογή Γκαφιέρο είναι η αστική, η αγροτική, η «καρπασίτικη» και η φορεσιά για το λουτρό.

φορεσια

Στις αρχές του 19ου αιώνα οι γυναίκες στις πόλεις και στα χωριά φορούσαν την «σαγιά», το οποίο είναι ένα μακρύ φόρεμα ανοιχτό μπροστά, και μακρυά βρακιά. Στα μέσα του 19ου αιώνα η σαγιά αντικαταστάθηκε από το «φουστάνι», συνήθως ολομέταξο με ρίγες, και την «σάρκα» όπως η στολή Αμαλίας στην Ελλάδα. Η «σάρκα», είναι κοντή στενή χρυσοκέντητη ζακέτα συνήθως σε σκούρους χρωματισμούς όπως μαύρο ή βιολετί. Είναι ανοιχτή μπροστά ώστε να φαίνεται το «ταϊστό» ολομέταξο πουκάμισο, το οποίο είναι διακοσμημένο με λεπτεπίλεπτη δαντέλα, την «πιπίλλα». Στο κεφάλι συνηθίζαν να φοράνε μαντήλι ή φέσι.

 

 

φορεσιαΗ αγροτική φορεσιά αποτελείται από ένα μακρύ εξωτερικό βαμβακερό φόρεμα με ρίγες ή καρώ «αλατζιά» και ολοκληρώνεται με το «πουκάμισο» και το μακρύ «βρατζί». Στο κεφάλι έδεναν δύο μαντήλια, το πρώτο γνωστό ως «σκούφωμα» να συγκρατεί τα μαλλιά και το δεύτερο το έδεναν φιόγκο στο πλάι σε διαφορετικό χρωματισμό. Ο κεφαλόδεσμος μπορεί να ήταν σκούρος πράσινος, βυσσινί ή βαθύ κόκκινο για τις νέες και ψηλοφουσκωμένος ενώ για τις ηλικιωμένες καφέ. Τα σταμπωτά μαντήλια αντικατέστησαν τα παλαιότερα χρωματιστά μεταξωτά.

 

 

προβατζιαΗ «Καρπασίτικη» είναι πιο πλούσια σε σχέση με τις υπόλοιπες αγροτικές ενδυμασίες. Φορούσαν την «σαγιά», ένα ολομέταξο πουκάμισο, τα «ποβράτζια» με πλούσιες «φυθκιώτικες» διακοσμήσεις (υφαντά κεντήματα).

  

 

 

 

ζωνάρι φουντάςΖωνάρι θεωρείται και ο «φουτάς», το οποίο είναι ορθογώνιο ύφασμα διπλωμένο διαγώνια  και έσφιγγε στην μέση σαν μεγάλο ζωνάρι και κάλυπτε το πουκάμισο από την μέση και κάτω. Στις πόλεις χρησιμοποιούσαν το φουτά, ως φορεσιά για το λουτρό και ως ενδυμασία για τις δουλειές του σπιτιού.

Γενικά οι κυπριακές φορεσιές παρουσιάζουν ομοιομορφία και συντηρηρικό χαρακτήρα σε σύγκριση με του ευρύτερου ελληνικού χώρου. Αξίζει να αναφερθεί ότι την περίοδο του Μεσαίωνα η Κύπρος ήταν ξακουστή για τα μεταξωτά της υφάσματα και τον φυσικό τους χρωματισμό.

 

 

Για πληροφορίες μπορείτε να αποταθείτε στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, τηλ. 22 432578 

Επιμέλεια κειμένου: Χρύσα Αθανασίου, μέλος Φίλων του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.

Πηγές:

Αρχείο Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών.

Α. Πιερίδου, Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη, Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία 1991.

Ελένη Παπαδημητρίου, οι κυπριακές φορεσιές, Αθήνα 1991.

Τζούλια Αστραίου – Χριστοφόρου,  «Η συλλογή Γκαφφιέρο», Πρακτικά του Δ΄ Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου, Τόμος Γ΄1 Νεότερο Τμήμα, Λευκωσία 2012, σσ. 121-128





Έκθεμα μήνα Μαρτίου


Μαντήλι βαμμένο με την τεχνική μπατίκ, 80Χ74 εκ,
Συλλογή Μαρίας Ελευθερίου Γκαφιέρο,
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου (ΑΜ. Γ31)



Η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα Μαρτίου ένα μαντήλι, τεχνικής μπατίκ (ΑΜ.Γ31) από τη συλλογή Μαρίας Ελευθερίου Γκαφιέρο του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου. Με τον όρο «μπατίκ» εννοούμε μια πανάρχαια τεχνική διακόσμησης ενδυμάτων και διακοσμητικών στοιχείων, κατά την οποία ο τεχνίτης χρησιμοποιεί ένα μικρό χάλκινο εργαλείο (τζάντιγκ), γεμάτο ζεστό υγρό κερί για να ζωγραφίσει το επιλεγμένο σχέδιο σε ένα κομμάτι ύφασμα. Όταν το κερί στεγνώσει, το ύφασμα είναι έτοιμο να βαφτεί. Τα κερωμένα σημεία διατηρούν το φυσικό τους χρώμα. Η βαφή εφαρμόζεται μόνον, όπου υπάρχουν ραγίσματα στο κερί, σχηματίζοντας έτσι το χαρακτηριστικό στοιχείο του μπατίκ, το «κρακελέ». Στο συγκεκριμένο μαντήλι έγινε επανάληψη της διαδικασίας με διάφορες βαφές, ώστε να επιτευχθεί το πολύχρωμο σχέδιο. Η διαδικασία βαφής ξεκινά πάντα από το πιο ανοικτό χρώμα προς το πιο σκούρο.
Το μαντήλι εκτίθεται επί του παρόντος στην περιοδική έκθεση του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου με τίτλο «Κυπριακή ενδυμασία από την Συλλογή Γκαφιέρο του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου».
Η Μαρία Ελευθερίου Γκαφφιέρο γεννήθηκε στις 29/10/1986. Ήταν η δεύτερη από τα εννιά παιδιά του Νικόλαου Ελευθερίου, ο οποίος ήταν απόγονος του Χατζηνικόλα, προυχόντα του Καραβά που απαγχονίσθηκε το 1821 και ο οποίος υπήρξε συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Αφού αποφοίτησε από την Αρσάκειο Σχολή στην Αθήνα, πρωταγωνίστησε στην αρχαία τραγωδία «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Σπούδασε απαγγελία και ηθοποιία στη Σχολή Μαρίκας Κοτοπούλη και κατόπιν επέστρεψε στην Κύπρο ως εκπαιδευτικός. Από το 1923 έως το 1925 αλληλογραφούσε με τον μεγάλο ποιητή Κωστή Παλαμά, ο οποίος της αφιέρωσε και το ποιήμα με τίτλο «Τα τραγούδια μου». Επιπλέον γνώριζε τη συγγραφέα Αθηνά Ταρσουλή, η οποία συμπεριέλαβε την συλλογή και σχέδια της Γκαφφιέρο σε δύο τόμους για την Κύπρο, και την ποιήτρια Χρυσάνθη Ζιτσέα. Παντρεύτηκε τον Ιωσήφ Γκαφιέρο αξιόλογο πολιτικό μηχανικό από την Μάλτα. Η συλλογή αντικειμένων λαϊκής τέχνης συνεχίσθηκε και μετά τον γάμο της. Η Μαρία Γκαφιέρο πέθανε σε ηλικία ογδόντα τεσσάρων χρονών στις 16/6/1980.
Η Συλλογή της Μαρίας Ελευθερίου Γκαφιέρο αποτελείται από κεντήματα, λεπτεπίλεπτες δαντέλες, υφαντά, σταμπωτά τραπεζομάντηλα και μαντήλια, ανδρικές και γυναικείες ενδυμασίες και κοσμήματα, τα οποία χρονολογούνται από τον 19ο έως και τον 20ο αιώνα. Η σημασία της συλλογής έγκειται στο γεγονός, ότι όλα τα είδη είναι χειροποίητα και αντιπροσωπεύουν τα επιτόπια είδη λαϊκής τέχνης στην κατεχόμενη και μη Κύπρο. Η συλλογή της Μαρίας Ελευθερίου Γκαφιέρο προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια, έναν κόσμο ζυμωμένο με την ιστορία, τα ήθη και τα έθιμα του νησιού.
Όσοι ενδιαφέρονται, μπορούν να συνεισφέρουν μέσα από τον θεσμό της «υιοθεσίας» αντικειμένων για συντήρηση και προβολή. Λεπτομέρειες στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο cypriotstudies@gmail.com και στο τηλέφωνο 22432578.

Βιβλιογραφία:
Αρχείο Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών
Τζούλια Αστραίου-Χριστοφόρου, «Η συλλογή Γκαφιέρο», Πρακτικά Δ’ Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου, Νεότερο τμήμα (επιμ. Ελ. Αντωνίου), Λευκωσία 2012.
∆έσπω Λοΐζου και Κατερίνα Λαμπή, Παράθυρο στην Παράδοση. Λαϊκή Τέχνη και Παράδοση της Κύπρου, Β’ Γυμνασίου, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Λευκωσία 2014
http://www.cypriotstudies.org/gaf.html




Έκθεμα μήνα Απριλίου

H Ανάσταση του Χριστού
Εικόνα κορωνίδας εικονοστασίου
18ος αιώνας

Η παράσταση εγγράφεται σε ξυλόγλυπτο πλαίσιο που σχηματίζει τρίλοβο τόξο στηριζόμενο σε κιονίσκους που ανέχονται και περιβάλλονται από φυτικό πλοχμό με ανθέμια. Στο κέντρο πάνω στο τόξο επικάθεται περιστέρι που έχει λυγισμένο το κεφάλι προς τα πίσω. Η όλη διακόσμηση εγγράφεται σε ένα νοητό ορθογώνιο που θυμίζει λάβαρο. Το αναστάσιμο εικόνισμα κορωνίδας εικονοστασίου περιβάλλεται συνήθως από εικόνες των αρχαγγέλων που τοποθετούνται εκατέρωθεν του, όπως λ.χ. σε εκείνο της Μονής Κύκκου.
Η σκηνή της Αναστάσεως διαδραματίζεται νωρίς το πρωί, με την ανατολή του ηλίου πίσω από δίδυμους βραχώδεις λόφους, στα αριστερά της συνθέσεως. Στην άγονη πεδιάδα κάτω από τους λόφους δεσπόζει η ρόδινη σαρκοφάγος του Χριστού. Στην ανοικτή σαρκοφάγο διακρίνεται το λευκό, νεκρικό σάβανο του Σωτήρος, ενώ πάνω από αυτή η ταφόπλακα είναι λοξά τοποθετημένη σχηματίζοντας σταυρό.

Η σύνθεση χωρίζεται στα δύο με την μορφή του αναστημένου Χριστού, που στέκεται θριαμβευτικά επί ρόδινης νεφέλης, να αιωρείται πάνω από τη σαρκοφάγο. Ο Χριστός σε διασκελισμό πάνω στο νέφος, ευλογεί με το δεξί και κρατεί με το αριστερό του χέρι σταυροφόρο ράβδο. Φορεί υπόλευκο περίζωμα και πορφυρό μανδύα που καλύπτει τον αριστερό βραχίονα, ενώ το αναπετάρι ανεβαίνει από την πλάτη στον δεξιό βραχίονα δημιουργώντας πάνω από το κεφάλι τόξο προς τα δεξιά, σε σιγμοειδή μορφή.
Η εικονογραφία της σύνθεσης προέρχεται από την δυτική τέχνη, που διεισδύει στη μεταβυζαντινή τέχνη μέσα από τα φλαμανδικά κυρίως χαρακτικά έργα. Ο ζωγράφος ακολουθεί το εικονογραφικό πρότυπο της Αναστάσεως, που αναπτύχθηκε από την σχολή του Αγίου Ηρακλειδίου κατά τον 18ο αιώνα σε εικόνες όπως η Ανάστασις του Χριστού της Μονής Αγίου Ηρακλειδίου (18ος αι.) και η Χριστού Ανάστασις του Καθεδρικού ναού Αγίας Νάπας στη Λεμεσό (1740-1750). Ο εικονογραφικός τύπος του ανερχόμενου Ιησού που φέρει μανδύα σε σιγμοειδή μορφή απαντάται και σε έργα αργυροχρυσοχοΐας, όπως τα ευαγγέλια της Μονής Χρυσορροϊάτισσας (1777), Τιμίου Σταυρού στο Πεδουλά (1778), Αρχαγγέλου Μιχαήλ Τρυπιώτη και Ιεράς Αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία (τέλος 18ου –αρχές 19ου αιώνα) καθώς επίσης και σε σταυρούς λιτανείας όπως το σταυρό από την Ιερά Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία (τέλος 17ου –αρχές 18ου αιώνα).

Ιωάννης Ηλιάδης, Αντιπρόεδρος Δ.Σ. Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών





Έκθεμα μήνα Μαΐου - Ιουνίου

Αλειφτή κούπα με χαρακτή και ζωγραφιστή διακόσμηση. 15 x 7,5 εκ. Αγγειοπλαστείο Κώστα Χριστοδουλάκη Α.Μ. 2841

αλειφτή κούπαΤο έκθεμα αυτό συγκαταλάγεται στην συλλογή αγγείων από το κατεχόμενο χωριό της Λαπήθου. Το αντικείμενο αυτό κατασκευάσθηκε στο Αγγειοπλαστείο Χριστοδουλάκη στη Λάπηθο και δωρήθηκε στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου το 1991 από την οικογένεια του Κώστα Χριστοδουλάκη.

Η βασική διαφορά των αγγείων της Λαπήθου από εκείνα των άλλων περιοχών είναι το γυάλισμα. Η πήλινη αλειφτή κούπα φέρει πλούσια εγχάρακτη και ζωγραφιστή φυτική διακόσμηση.  Τα χείλη διακοσμούνται με μοτίβο λευκών γραμμών ενώ το σώμα φέρει 4 ρόδακες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Το υπόλοιπο σώμα του αγγείου διακοσμείται με αφηρημένες ζωγραφιστές και εγχάρακτες παραστάσεις.   Το εσωτερικό της κούπας καλύπτεται με πράσινη βάφη και παραμένει ακόσμητο.

Στο καμίνι (ή αλλιώς φούρνο) τα αγγεία έμεναν για δώδεκα ώρες στο πρώτο ψήσιμο τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. Στο δεύτερο ψήσιμο η θερμότητα έπρεπε να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα για να λιώσει η αλοιφή και γυαλίσει η επιφάνεια του αγγείου.

Ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι στην περιοχή της Λαπήθου ανακαλύφθησαν  λείψανα καμινιών με όστρακα(θραύσματα) αγγείων , που χρονολογούνται από τον 16ον αιώνα και αυτό καταδεικνύει οτι η τεχνική των αλειφτών προυπήρχε στην ευρύτερη περιοχή από τους Μεσαιωνικούς χρόνους .

Τα αλειφτά αγγεία της Λαπήθου ήταν γνωστά σε ολοκληρη την Κύπρο και χρησιμοποιούνταν ως οικιακά σκεύη αφού η γυαλιστερή αλοιφή που είχαν τα καθιστούσε κατάλληλα για αυτή την χρήση. Τα αγγεία αυτά έγιναν περιζήτητα κατά την διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων , λόγω του ότι δεν γίνονταν εισαγωγές   από το εξωτερικό και έτσι όλοι αρκέστηκαν  στην ντόπια παραγωγή.

Τα αλειφτά αγγεία της Κύπρου είχαν ελεύθερες διακοσμήσεις που γίνονταν συνήθως με πράσινη βαφή. Φτιαχνόταν από τον ίδιο τον τεχνίτη με κομμάτια σπασμένων παλιών χαλκωμάτων.  Εναλλακτικός τρόπος χρωματικής διακόσμησης ήταν το βάπτισμα μέρους του αγγείου  σε  ελαφρά κρεμωτή διάλυση αργίλου.

Επιμέλεια κειμένου: Άνδρια Ευθυμίου

Πηγές:

Λαϊκοί τεχνίτες της Κύπρου,  Παγκύπριος  Οργανισμός Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, Λευκωσία 1982

Μ.Δημητρίου, Παραδοσιακή Αγγειοπλαστική στην Κύπρο, Λευκωσία 2001

Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου

Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.




Έκθεμα μήνα Ιουλίου - Αυγούστου

Ιχθυοπαγίδα 20ου αιώνα

646 σκαρκά

Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης επέλεξε να σας παρουσιάσει για αυτόν τον μήνα μία ιχθυοπαγίδα (σκαρκά). Στη μεγάλη συλλογή αντικειμένων καλαθοπλεκτικής του Μουσείου, άξια αναφοράς είναι και η ιχθυοπαγίδα, που αποτελεί σημαντικό αλειυτικό εργαλείο. Πρόκειται για ένα καλάθι κατασκευασμένο από λυγαριά πλεγμένο σαν δίκτυ, που έχει σφαιρικό πεπλατυσμένο σχήμα. Διαθέτει ένα μικρό στρογγυλό άνοιγμα με διάμετρο 13 εκατοστά στο άνω μέρος, από όπου εισέρχεται το αλίευμα.  Στην Ελλάδα συναντάται με την ονομασία κιούρτος (κύρτος =καλάθι), ενώ το σκαρκά στην Κύπρο επικράτησε λόγω του ότι χρησιμοποιούταν για το ψάρεμα μεγάλων σκάρων.

 

 

         

647 σκαρκάΓια να χρησιμοποιηθεί, ο ψαράς τοποθετεί διάφορα δολώματα στο εσωτερικό της σκαρκάς, ώστε να προσελκύσει τα ψάρια να εισέλθουν, όπου και παγιδεύονται. Η λειτουργία του βασίζεται στο γεγονός ότι τα ψάρια δυσκολεύονται να κολυμπήσουν κατακόρυφα προς τα επάνω, επομένως αφού εισέλθουν στη σκαρκά, προσπαθούν ανεπιτυχώς να δραπετεύσουν από το πλάι και παγιδεύονται μέσα. Αποτελεί από τις αρχαιότερες και απλούστερες μεθόδους ψαρέματος για αυτό και χρησιμοποιείται έως και σήμερα, τόσο από επαγγελματίες όσο και από ερασιτέχνες ψαράδες, με την διαφορά ότι κατασκευάζεται πλέον από συνθετικά υλικά.

 

 

 

Επιμέλεια Κειμένου: Χρήστος Ψηλομέσης

Βιβλιογραφία: Αρχείο Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών

 Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.




Έκθεμα Μηνός Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου 2020

Ταπισερί (Α.Μ.3314)


ταπισερι 3314Η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών επέλεξε να σας παρουσιάσει ως έκθεμα μηνός Σεπτεμβρίου ένα υφασμένο ταπισερί (Α.Μ.3314). Το ταπισερί αγοράστηκε το 1956 από την Κατερίνα Χατζημιχαήλ Γαβριήλ στο ταξίδι της στα Ιεροσόλυμα. Τέτοιου τύπου ταπισερί συναντούμε ευρέως στο νησί είτε μέσω εμπορικών εισαγωγών είτε ως σουβενίρ από ταξίδια σε χώρες της Ανατολής. Κοσμούσε έναν τοίχο στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού του Πρόδρομου και της Χριστίνας (κόρης της Κατερίνας), όπως συνηθιζόταν στα κυπριακά σπίτια, δηλαδή τοποθετούσαν τα ταπισερί σε τοίχο ή στη ράχη του καναπέ. Δωρήθηκε στην Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών από την οικογένεια Προδρόμου τον Ιούλιο του 2020.


Το ταπισερί έχει ως κύριο του θέμα μια σκηνή από τη ζωή στις αραβικές χώρες. Ως κεντρική φιγούρα δεσπόζει μια γυναίκα που χορεύει πάνω σε χαλί, περιστοιχισμένη από χωρικούς. Οι δύο εξ αυτών τη συνοδεύουν στο χορό της με παραδοσιακά μουσικά όργανα. Στα αριστερά της ξεχωρίζει μια γυναίκα που κρατά στάμνα και στα δεξιά της ένας άντρας πάνω σε άλογο. Στο βάθος διακρίνονται κτήρια αραβικής αρχιτεκτονικής, ένα τζαμί και φοίνικες.

Εξαιρετικής σημασίας στην καταγραφή ενός νέου εκθέματος είναι τα στοιχεία που αντλούμε από την ιστορία της οικογένειας στην οποία ανήκε, και δη της Αικατερίνας Χατζημιχαήλ - Γαβριήλ, η οποία το αγόρασε. Τα φωτογραφικά ντοκουμέντα και η αφήγηση που ακολουθεί ανήκουν στην μικρή κόρη του Πρόδρομου και Χριστίνας, κ. Αντωνία Προδρόμου (Μικρασιάτισσα δεύτερης γενιάς) και συνιστούν μια σημαντική προφορική μαρτυρία για τα βιώματα των Μικρασιατών Προσφύγων που κατέφυγαν στην Κύπρο.
Σύντομο ιστορικό της οικογένειας της Χριστίνας Γαβριηλίδου Προδρόμου.

Η Χριστίνα Γαβριηλίδου Προδρόμου γεννήθηκε στο Ανεμούριο της Μ. Ασίας το 1917. Ήταν η μονάκριβη κόρη του αφέντη προύχοντα Γαβριήλ Κυριάκου από το Ανεμούριο (1888-1920) και της Κατερίνας Χατζημιχαήλ Γαβριήλ, γεννηθείσας στη Σελεύκεια το 1891. Απέκτησαν πέντε παιδιά, τον Κυριάκο το 1910, τον Μιχαήλ το 1912, τον Αβραάμ το 1915, τη Χριστίνα το 1917 και τον Βύρωνα το 1919. Το αρχοντικό τους βρισκόταν σε ένα μεγάλο κτήμα όπου καλλιεργούσαν βαμβάκι, σουσάμι, καπνό, καλαμπόκι κ.α. τα οποία ο αφέντης Γαβριήλ εμπορευόταν σε διάφορες χώρες και κυρίως με την Κύπρο. Δυστυχώς πεθαίνει το 1920 μετά από ένα ατύχημα με το άλογο του.
Τον Δεκέμβρη του 1922 με τη μεγάλη Μικρασιατική Καταστροφή, η χήρα αρχόντισσα Κατερίνα φθάνει με τα πέντε ανήλικα παιδιά της στη Λάρνακα, με το καράβι Fed – el – Rehman. Ξεριζωμένοι από τα πάτρια εδάφη, κατατρεγμένοι και ξένοι σ΄ έναν άγνωστο τόπο προσπαθούν να επιβιώσουν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, καθώς η τότε αποικιοκρατική κυβέρνηση επέτρεψε την είσοδο τους στο νησί κατόπιν μεγάλων γραφειοκρατικών και οικονομικών διαδικασιών. Παρέμειναν για 15 ημέρες σε καραντίνα στο Λοιμοκαθαρτήριο Λάρνακας και αφού, ο γνωστός έμπορας της Λευκωσίας Χατζηθανάσης, από την Ενορία του Αγίου Κασσιανού, γνωστός της οικογένειας από τις εμπορικές συναλλαγές τους στο Ανεμούριο, πλήρωσε την απαραίτητη εγγύηση, τους επετράπη η είσοδος στο νησί. Ακολούθως κατευθύνθηκαν με άμαξα στην Λευκωσία, όπου η Εκκλησία της Κύπρου με τον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Γ΄ και τις επιτροπές περιθάλψεως προσφύγων γίνονται οι βασικοί αρωγοί τους πρώτους δύσκολους μήνες.


Για την χήρα Κατερίνα αρχίζει ένας σκληρός αγώνας επιβίωσης για να μπορέσει να αναθρέψει τα πέντε ανήλικα παιδιά της και να στεριώσει σε μια νέα πατρίδα. Παρά τις τεράστιες δυσκολίες καταφέρνει να κρατήσει την οικογένεια της ενωμένη και αγαπημένη. Κατοίκησαν σε διάφορα σπίτια στις ενορίες Αγίου Λουκά, Αγίου Γεωργίου, Αγίου Κασσιανού, Αγίου Ιωάννη και Χρυσαλινιώτισσας. Τα παιδιά φοίτησαν στο Δημοτικό του Αγίου Κασσιανού, και δύο εξ αυτών, η Χριστίνα και ο Βύρων εγγράφονται αργότερα στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, διακόπτοντας όμως τη φοίτηση τους στην Β΄ τάξη λόγω οικονομικών δυσκολιών.


Η Χριστίνα παρακολουθεί μαθήματα ραπτικής στην ενορία του Τρυπιώτη στην φημισμένη μοδίστρα, κυρία Χρυστάλλα. Στις 10 Νοεμβρίου 1936 παντρεύεται στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννη, τον Πρόδρομο Γεωργίου, γεννημένο το 1911 στο Αγριδάκι Κερύνειας, έναν εργατικό πελεκάνο και προοδευτικό νέο. Χτίζουν με πολλές θυσίες το σπίτι τους στο Καϊμακλί (Καντάρας 3) και μετακομίζουν εκεί το 1939. Αποκτούν τέσσερα παιδιά την Αικατερίνη (Καίτη), την Ελένη (Νίτσα), τον Γιώργο (Κόκο) και την Αντωνία (Ντόνα). Μαζί μένει και η λατρευτή γιαγιά Κατερίνα που βοηθά στο μεγάλωμα και την ανατροφή των παιδιών καθώς και τα τέσσερα αδέλφια της Χριστίνας μέχρι να παντρευτούν. Το 1949, ο Πρόδρομος και η Χριστίνα, ευελπιστώντας σε μια καλύτερη ζωή, μετατρέπουν δύο δωμάτια του σπιτιού στο γνωστό καφενείο – μπακάλικο «Πρόδρομος» που λειτουργεί μέχρι και σήμερα. Τα πέντε αδέλφια και οι οικογένειες τους παραμένουν αγαπημένα και οι οικογενειακές συγκεντρώσεις στο σπίτι με τα μικρασιάτικα φαγητά και τραγούδια παραμένουν στη μνήμη όλων. Μέχρι και σήμερα το γένος Γαβριηλίδη παραμένει στενά δεμένο και σε οικογενειακές συναθροίσεις αναπολούν με συγκίνηση τους μικρασιάτες πρόσφυγες γονείς τους και όλοι οι απόγονοι τους νιώθουν περήφανοι για την καταγωγή τους.

Η κ. Αντωνία Προδρόμου αναφέρει καταληκτικά: «Οι γονείς μας, Πρόδρομος και Χριστίνα εργάστηκαν σκληρά και με πολλές δυσκολίες, κατάφεραν να σπουδάσουν και τα τέσσερα παιδιά τους και αξιώθηκαν να δουν όχι μόνον εμάς αλλά και τα έξι εγγόνια τους επαγγελματικά και κοινωνικά αποκατεστημένα, και τα βήματα τους ακολουθούν τώρα τα έντεκα δισέγγονα τους. Υπήρξαν εξαίρετοι γονείς και παππούδες και συνάμα πρόσφεραν ανιδιοτελώς στο κοινωνικό σύνολο. Η αγαπημένη γιαγιά Κατερίνα πεθαίνει στο σπίτι, στις 8 Μαΐου 1958. Ο πατέρας Πρόδρομος πεθαίνει στις 27 Ιουνίου 2004 και η μητέρα Χριστίνα στις 23 Ιουνίου 2016.
Τους θυμόμαστε πάντα με απεριόριστο σεβασμό και περισσή αγάπη
».
Αφήγηση από την μικρή κόρη του Πρόδρομου και Χριστίνας, Αντωνία Προδρόμου (Μικρασιάτισσα δεύτερης γενιάς) μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών και Ταμίας του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου, Ιούλιος 2020.

Σύνταξη κειμένου: Αντωνία Προδρόμου και Χρήστος Ψηλομέσης, μέλη της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών και των Φίλων του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.


Έκθεμα Μηνός Νοεμβρίου - Δεκεμβρίου 2020

Ανθρωπόμορφο σταμνί από το Φοινί, Υ:18 εκ.
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου (Α.Μ.2155)

σταμνί κούζα Φοινί

Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου επέλεξε από την συλλογή αγγειοπλαστικής, να σας παρουσιάσει για αυτόν τον μήνα, ένα ανθρωπόμορφο σταμνί (κουζί) από το χωριό Φοινί. Πρόκειται για ένα σύνθετο διακοσμητικό αγγείο, με ραδινό λαιμό ενώ φέρει παραστάσεις ανθέων και πτηνών.

Το Φοινί, όπως και ο Κόρνος, φημίζονται για την αγγειοπλαστική τους και ακολουθούν την ίδια τεχνική επεξεργασίας πηλού και παραγωγής αγγείων. Για την κατασκευή του πηλού προμηθεύονται από το Σταυροβούνι κοκκινόχωμα, το οποίο αλέθουν και ζυμώνουν σε μια γούρνα. Στο Φοινί κατά την παραγωγή του πηλού εκτός από κοκκινόχωμα προσθέτουν και μαυρόχωμα.

Η διακόσμηση των αγγείων είναι τροχήλατη, στικτή και ανάγλυφη. Η τροχήλατη επιτυγχάνεται με έναν μικρό τροχό από ξύλο αροδάφνης στερεωμένον σε ένα καλάμι, ενώ η αστική γίνεται με ένα κομμάτι κτενιού ή με ένα πολύ λεπτό καλάμι χωρισμένο σε δόντια. Με την τροχήλατη και τη στικτή διακοσμούν τις στάμνες (κούζες, κουζιά, μπότηδες) και άλλα μικρότερα αγγεία, κυρίως στη βάση του λαιμού και στους ώμους των. Τα πιθάρια, σε συνδυασμό με τη στικτή διακόσμηση έχουν και τις ανάγλυφες κυματοειδείς γραμμές σε ζώνες (ζωνάρκα). Στα μικρά αγγεία εκτός από τη συνηθισμένη διακόσμηση, τοποθετούν γύρω στη γάστρα  τους και ανάγλυφες μορφές πτηνών και μικρών αγγείων. Τα κυριότερα είδη αγγείων διακρίνονται ανάλογα με το ανοικτό ή κλειστό χείλος τους, τη μορφή τους και των αριθμό των λαβών τους και είναι η δίωτη στάμνα,  η μόνωτη λάγηνος σε διαφορετικά μεγέθη (κούζα, κουζούδι) η μόνωτη οινοχόη (μπότης), το άωτο αλάβαστρον (βάττα), το πιθάρι, η κελέβη ή κρατήρας (δάνες), ενώ τα πιο χαρακτηριστικά προϊόντα αγγειοπλαστικής του Φοινιού είναι τα πιθάρια κρασιού. Για την κατασκευή τους εργάζονταν αποκλειστικά άνδρες και απαιτούνταν 10-12 μέρες για να ολοκληρωθούν. Λόγω του όγκου τους πολλές φορές δεν χωρούσαν να περάσουν από τις πόρτες των σπιτιών και των αποθηκών, γι΄ αυτό τα κατασκεύαζαν επί τόπου στον χώρο που έπρεπε να τοποθετηθούν και έπειτα κτίζονταν οι τοίχοι.

Επιμέλεια Κειμένου: Χρήστος Ψηλομέσης

Βιβλιογραφία:

Αρχείο Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών και Μουσείου Λαϊκής Τέχνης.

Μαργαρίτας Δημητρίου, Παραδοσιακή Αγγειοπλαστική στην Κύπρο, Λευκωσία 2001.


;