|
|
|
- Οι Συλλογές - Φίλοι Μουσείου
|
|
||||||
ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΑΪΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
2009 ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
Επ’ ευκαιρία της εορτής του Αποστόλου Ανδρέα στις 30 Νοεμβρίου η Eταιρεία Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει να σάς παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα μια αργυρή πυξίδα (Α.Μ. 751) δωρεά της Μονής του Αποστόλου Ανδρέα Καρπασίας στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου. Η πυξίδα είναι ανεκτίμητης συναισθηματικής αξίας, καθώς μάς μεταφέρει πίσω στο παρελθόν και μάς συνδέει με τον πόνο, τις προσδοκίες και τις ευχαριστίες του πιστού που εναπόθεσε τις ελπίδες του στον Απόστολο Ανδρέα και στον οποίο αφιέρωσε ένα από τα κοσμήματά του για να τον ευχαριστήσει. Η πυξίδα είναι ένα από τα πενήντα οκτώ αφιερώματα που δώρισε στο Μουσείο το κατεχόμενο Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα στις 5 Ιανουαρίου 1954. Είναι πραγματικά αξιέπαινο το γεγονός ότι η συλλογή διασώθηκε και επιβίωσε σε μια ταραχώδη εποχή και σ’ αυτό συνετέλεσαν η χάρις του Αποστόλου Ανδρέα, η πρόνοια της εκκλησιαστικής επιτροπής να δωρίσει τη συλλογή, είκοσι χρόνια πριν την τουρκική εισβολή του 1974 και οι φροντίδες του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, το οποίο κατάφερε να διασώσει τη συλλογή μέσα από αντίξοες συνθήκες. Η συλλογή περιλαμβάνει περιδέραια, βραχιόλια, καρφίτσες μανδηλίου, επιστήθιους σταυρούς, νομίσματα, πυξίδες και πόρπες που προσέφεραν οι πιστοί με πολλή αγάπη και ευγνωμοσύνη στον Απόστολο Ανδρέα. Πρόκειται για πολυτελή πυξίδα του 19ου αιώνα, διαμέτρου 0.04 μ. με πλούσια τριφουρένη διακόσμηση και στις δύο πλευρές. Η παραδοσιακή της ονομασία είναι «αμπούστα του κόρφου». Σε αυτή τοποθετούσαν συνήθως αρωματισμένα λουλούδια ή αρωματικές αλοιφές. Στην πυξίδα χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον η τεχνική του «τριφουριού». Ως κεντρική σύνθεση διακρίνουμε ένα ακτινωτό σχέδιο στο κέντρο του οποίου τοποθετείται ρόδακας με επίθετη μπίλια. Στο διάχωρο των ακτίνων τοποθετούνται επίσης οκτώ πανομοιότυποι ρόδακες με επίθετες μπίλιες και τριφουρένιες σπείρες. Στην περιφέρεια υπάρχουν επικολλημένα πέντε μικρά γαντζάκια και ένας μεγαλύτερος χυτός κρίκος στο πάνω μέρος για να στερεώνεται η αλυσίδα. Τα τάματα είναι μια πανάρχαια συνήθεια των πιστών όλου του κόσμου και όλων των εποχών που έφτασε μέχρι τις μέρες μας. Στους αρχαίους Έλληνες υπήρχε η συνήθεια οι πιστοί να προσφέρουν αφιερώματα στους θεούς τους, τα οποία μπορεί να ήταν ευτελούς αξίας, π.χ., ζώα, ή και πολύτιμα χρυσελεφάντινα αντικείμενα. Από εκείνα τα χρόνια συνήθιζαν να εναποθέτουν στα ιερά τους και στα αγάλματά τους ομοιώματα πασχόντων μελών, κάτι που το συναντάμε και στις μέρες μας. Όλα αυτά που συνήθως «τάζουν» οι πιστοί και τα αφιερώνουν σε ιερά πρόσωπα ονομάζονται «αναθήματα». Η λέξη προέρχεται από το ρήμα «ανατίθημι» που σημαίνει αναθέτω, εμπιστεύομαι-αφιερώνω. Παρακαλεί, δηλαδή, ο πιστός έναν Άγιο, να του πραγματοποιήσει μια επιθυμία, υποσχόμενος να του το ανταποδώσει με την προσφορά ενός αντικειμένου. Τάξιμο βέβαια, μπορεί να είναι και κάτι απλό, όπως, π.χ., να δώσει στο παιδί του το όνομα του Αγίου, να νηστέψει για κάποιο διάστημα, κ.λ.π. Στη συλλογή του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου υπάρχει μεγάλος αριθμός κέρινων αναθημάτων αλλά και μεταλλικών αναθημάτων σε μορφή λεπτών φύλλων από διάφορα μέταλλα χρυσού, ασημιού, μπρούντζου, σίδερου, λαμαρίνας και των προσμίξεών τους. Τα περισσότερα φέρουν οπή ανάρτησης στην κορυφή, απ’ όπου κρέμονταν στις εικόνες με κορδέλα, σύρμα ή παραμάνα. Τα τάματα από μέταλλα είναι είτε χειροποίητα είτε προϊόντα επαγγελματικών εργαστηρίων. Τα πλείστα παριστάνουν ανθρώπινα σώματα και κεφαλές γυναικών. Από τα αναθήματα δεν λείπει και η προσφορά πολύτιμων κοσμημάτων (πόρπες, καρφίτσες, περιδέραια κ.λ.π.) όπως το συγκεκριμένο έκθεμα. Περισσότερες πληροφορίες στο τηλ. 22 432578, www.cypriotstudies.org Επιμέλεια Ελένη Χρίστου ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ Η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών (ΕΚΣ) επέλεξε ως έκθεμα του μήνα Οκτωβρίου ένα διακοσμητικό πορτραίτο από τη συλλογή της Θεάτρου Σκιών. Το έκθεμα προέρχεται από το αρχείο του καραγκιοζοπαίκτη και λαϊκού ζωγράφου Νίκου Ιωάννου, που έζησε και πέθανε στην Κύπρο. Το αρχείο, που αποτελείται από τα σύνεργα του καλλιτέχνη, αγοράστηκε το 1979 από την Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, με φροντίδα του αείμνηστου Αδ. Διαμαντή. Το υλικό κατασκευής του εκθέματος είναι το χαρτόνι, έχει διάμετρο 31 εκ. και απεικονίζεται κατά κρόταφον η προτομή του πρωταγωνιστή του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών, Καραγκιόζη. Αποτελεί ζευγάρι με αντίστοιχο πορτραίτο που απεικονίζει τον Χατζηαβάτη. Αν και ως τώρα η πατρότητα του εκθέματος αποδιδόταν στον Ν. Ιωάννου, η θεατρολόγος Ανθή Χοτζάκογλου στην πρόσφατη (21/09/2009) διάλεξή της στην ΕΚΣ το συνέδεσε με τον Ευγένιο Σπαθάρη. Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία, ανάμεσα στα εργαλεία του Ν. Ιωάννου, αναγνωρίζονται έργα των Σωτήρη (1892-1973) και Ευγένιου Σπαθάρη (1924-2009). Τόσο η βιβλιογραφία, όσο και συνεντεύξεις του Ευγ. Σπαθάρη, καθώς επίσης και η έρευνα στον Τύπο της εποχής, επιβεβαιώνουν την πρώτη επαγγελματική επίσκεψη των πατέρα και υιού Σπαθάρη στην Κύπρο. Η πρόσκληση έγινε από τον Χάρη Παπαϊωάννου, και οι παραστάσεις, που δόθηκαν κατά τον Σεπτέμβριο του 1953 στο καφεθέατρο «Ακρόπολις» της Λευκωσίας, διεκόπησαν εξαιτίας του καταστροφικού σεισμού στην Πάφο. Κατά την παραμονή τους στην Κύπρο οι Σπαθάρηδες γνώρισαν Κύπριους καραγκιοζοπαίκτες, οι οποίοι, ως επί το πλείστον, παρακολούθησαν τις παραστάσεις τους κι εμπνεύστηκαν από αυτές. Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να ενταχθεί και η γνωριμία του Ν. Ιωάννου με τον Σ. Σπαθάρη, μέσω της οποίας ερμηνεύεται και ο εντοπισμός συνέργων των Σπαθάρηδων στο αρχείο Ν. Ιωάννου. Η χρήση διακοσμητικών πορτραίτων είναι συνήθης στο Ελληνικό Θέατρο Σκιών. Εντοπίζονται κατά κύριο λόγο ως ένθετα διακοσμητικά σε διαφημιστικές αφίσες (“ρεκλάμες”) και κάποτε σκηνές (ποδιές) καραγκιοζοπαικτών. Κατά πάσα πιθανότητα χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τους συμμετέχοντες στην εκάστοτε παράσταση, ενώ το πρότυπό τους πρέπει να βρίσκεται σε αντίστοιχες διαφημιστικές πινακίδες Θεάτρου. Η παρουσίαση του εκθέματος είναι συμβολική, καθώς αντικατοπτρίζει το διάλογο καραγκιοζοπαικτών Ελλάδος – Κύπρου. Αφιερώνεται στη μνήμη του Ευγένιου Σπαθάρη που επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Κύπρο το Φεβρουάριο του 2009, ενώ έφυγε από τη ζωή τον Μάιο του ίδιου έτους. Η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών διαθέτει μια μεγάλη συλλογή από σύνεργα Θεάτρου Σκιών και από το 2007 έχει εγκαινιάσει την Πτέρυγα Θεάτρου Σκιών, όπου εκτίθεται μόνιμα, τμήμα της συλλογής αυτής. Το συγκεκριμένο διακοσμητικό πορτραίτο εκτίθεται μόνιμα στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου (Πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, εντός του περιβόλου του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Ιωάννου). Επιμέλεια: Ανθούλα Γ. Χοτζάκογλου, Θεατρολόγος-Ερευνήτρια Θεάτρου Σκιών ΕΚΘΕΜΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: Η ΚΟΠΕΛΑ ΤΗΣ ΑΓΚΑΣΤΙΝΑΣ. ΥΑΛΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΑΪΚΉΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Ζωγραφική σε γυαλί με παράσταση κοπέλας που κρατά περιστέρι (Α.Μ. 2792, Διαστάσεις 0.41Χ0.33 εκ.). Προέλευση Αγκαστίνα (Μεσαορία).
Η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει να σάς παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα Αυγούστου μια παραδοσιακή υαλογραφία από την κατεχόμενη Αγκαστίνα Αμμοχώστου και να αφιερώσει το δημοσίευμα στη μνήμη των αγνοούμενων της κοινότητας. Η επιλογή της υαλογραφίας αυτής είναι συμβολική, αφού πρόκειται για κειμήλιο που αποκτήθηκε από την Εταιρεία, πριν από την τουρκική εισβολή, που σκλάβωσε μεταξύ άλλων και τη γραφική κοινότητα της Αγκαστίνας τον πικρό εκείνο Αύγουστο του 1974. Τα παραδοσιακά πλινθόκτιστα σπίτια της κοινότητας έχουν κατά ένα μεγάλο μέρος καταστραφεί, ο ναός της Αγ. Παρασκευής έχει μετατραπεί σε τζαμί, ο παλαιός ναός του Αγ. Θεράποντος και το κοιμητήριο έχουν βεβηλωθεί και το εξωκλήσι του Αγ. Γεωργίου έχει κατεδαφιστεί. Η προσωπογραφία της νεαρής κοπέλας στην υαλογραφία αποπνέει μια αριστοκρατική φινέτσα και μια σπάνια ομορφιά. Το έντονο βλέμμα της κοπέλας μοιάζει να σε ακολουθεί παντού, όπου και αν σταθείς, λες και θέλει να μάς θυμίζει διαρκώς ότι περιμένει υπομονετικά να επιστρέψει στις ρίζες της. Η κοπέλα αγκαλιάζει ένα περιστέρι, σύμβολο συνήθως της αγνότητας και της ειρήνης. Το περίεργο είναι ότι ο ζωγράφος δεν παρουσιάζει το περιστέρι λευκό, αλλά χρυσό και μοιάζει σχεδόν μηχανικό, σαν αλλοτινό παιχνίδι μιας πλούσιας παιδίσκης. Ίσως με αυτό τον τρόπο να θέλει να δείξει ότι η κοπέλα ανήκει σε μια πλούσια οικογένεια και έχει αριστοκρατική καταγωγή. Άλλωστε η όλη ενδυμασία της κοπέλας συντείνει σε αυτή την εντύπωση, τόσο το βαθύ μπλε φόρεμα, επενδυμένο με χρυσή λεπτομέρεια και δαντέλα, όσο και το μαργαριταρένιο κολιέ στο λαιμό. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της είναι δεμένα με μπλε κορδέλα και φέρουν φρέσκα λουλούδια. Η φρεσκάδα της όλης παρουσίασης ενισχύεται με τα σχηματοποιημένα τριαντάφυλλα που εμφανίζονται στο φόντο. Το φόντο, στο χρώμα του σταχυού, μάς θυμίζει το μεσαρίτικο κάμπο και τους χρυσαφένιους χρωματισμούς στον κάμπο της καλοκαιρινής Αγκαστίνας. Η ζωγραφική σε γυαλί ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στον Μεσαορία και κοσμούσε συνήθως το μεγάλο δίχωρο της παραδοσιακής οικίας. Οι υαλογραφίες αγοράζονταν για την προίκα των κοριτσιών από τους γονείς ή δινόταν από τους καλεσμένους ως γαμήλιο δώρο στο ζευγάρι. Στις υαλογραφίες απεικονίζονται θέματα θρησκευτικά, εθνικά, μυθολογικά πρόσωπα και λαϊκοί ήρωες, προσωπογραφίες και οικογενειακές φωτογραφίες, ζώα και πουλιά, καθώς και διάφορα διακοσμητικά θέματα. Η ζωγραφιά αποτυπωνόταν με λαδομπογιά στο πίσω μέρος του επιλεγμένου γυαλιού με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται κανονικά η ζωγραφιά στο μπροστινό μέρος του γυαλιού. Οι υαλογραφίες γίνονταν από ανώνυμους λαϊκούς ζωγράφους, οι οποίοι άφηναν τα έργα τους ανυπόγραφα. Ακόμη και οι γνωστοί λαϊκοί Κύπριοι ζωγράφοι, Μιχαήλ Κκάσιαλος και Αδαμάντιος Διαμαντής, είχαν ασχοληθεί με αυτό το είδος, χωρίς να αφήνουν την υπογραφή τους στα έργα τους. Η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών έχει μια μεγάλη συλλογή από υαλογραφίες, δωρεές και αγορές για το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, η οποία θα παρουσιαστεί σε ειδική έκθεση φέτος το Φθινόπωρο. Σχετικές χορηγίες για την προετοιμασία της έκθεσης είναι ευπρόσδεκτες. Η υαλογραφία με την κοπέλα από την κατεχόμενη Αγκαστίνα εκτίθεται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, στην Πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού (εντός του περιβόλου του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου). Πληροφορίες στο τηλέφωνο 22 432578 και στην ιστοσελίδα www.cypriotstudies.org.
Κείμενα – Επιμέλεια: Δρ. Χριστόδουλος Χατζηχριστοδούλου, Πρόεδρος ΕΚΣ και Ελένη Χρίστου, Επιμελήτρια Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου
Έκθεμα του Μήνα Ιουλίου Η Λάπηθος μέσα από τα μάτια του Ανδρέα και της Ιουδήθ Στυλιανού.
Η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών (ΕΚΣ) επέλεξε να σάς παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα Ιουλίου μια πρωτότυπη ζωγραφιά της άλλοτε πανέμορφης Λαπήθου και ταυτόχρονα μια μοναδική αποτύπωση της λαϊκής μας τέχνης. Την παρουσίαση αφιερώνουμε στον Κώστα Κύρρη, αγαπημένο τέκνο της Λαπήθου και μέλος της ΕΚΣ, ο οποίος και απεβίωσε πρόσφατα. Θλιβερή υπόμνηση αποτελεί η συμπλήρωση 35 χρόνων από την τουρκική εισβολή και η κατάληψη το μαύρο εκείνο καλοκαίρι της Λαπήθου. Με άσβεστη την ελπίδα τα επιστροφής ας χαρούμε τη δική μας Λάπηθο.
Α.Μ. 3126: Ζωγραφικός Πίνακας «Η Λάπηθος» από τα «Ζωγραφιστά Απομνημονεύματα των Ανδρέα και Ιουδήθ Στυλιανού». Ακρυλικό πάνω σε καμβά. Διαστάσεις 79x104.5 εκ. Ο πίνακας, ο οποίος ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1993, φέρει την υπογραφή του ζεύγους Στυλιανού και τον τίτλο «Απομνημονεύματα».
Ο Ανδρέας Στυλιανού δώρισε τον πίνακα στην Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών εις μνήμην της συζύγου του, Ιουδήθ Στυλιανού. Η Ιουδήθ υπήρξε ένα από τα πρώτα μέλη της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών με αριθμό μητρώου 37 κι είχε εγγραφεί με το οικογενειακό της όνομα, Judith Dobell. O Ανδρέας Στυλιανού υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας για αρκετά χρόνια και μαζί με την σύζυγό του τιμήθηκαν ως επίτιμα μέλη της Εταιρείας.
Φωτογραφία του Κεφαλόβρυσου πριν το 1974. Από το φωτογραφικό αρχείο του Δήμου Λαπήθου
Στον πίνακα παρουσιάζεται με ένα μοναδικό τρόπο το μαγευτικό τοπίο της Λαπήθου, καθώς επίσης και στοιχεία από την λαϊκή τέχνη και τους τεχνίτες που δραστηριοποιούνταν στην Λάπηθο. Χαρακτηριστικό σημείο είναι το γνωστό Κεφαλόβρυσο και το «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΤΟ ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟΝ ΤΗΣ ΛΑΠΗΘΟΥ», όπως μάς αποκαλύπτει ο ζωγράφος με την επιγραφή στο πάνω μέρος του κέντρου. Δίπλα από την είσοδο του κεφαλόβρυσου διακρίνουμε «ένα ένθετο βυζαντινού στρατιώτη», όπως αναφέρει ο ίδιος ο Στυλιανού, ο οποίος κρατάει τον άππο του, την ξύλινη κούπα που είχε χάσει σε ένα ποταμό της Μικράς Ασίας. Σχετικά με αυτό τον μύθο ο ζωγράφος αναγράφει κάτω από το κεφαλόβρυσο την ακόλουθη επιγραφή: «Λαλούσιν πως το νερόν μας έρκεται που την Ανατολή. Μια βολάν ένας κατάφρακτος στρατιώτης έρεξεν που το τζιεφαλόβρυσον μας να γεμώση νερόν τζιαι ράστιν επετάκτην τζι’ ο άππος του που έχασεν που τζιαιρόν σ’ έναν ποταμόν στα βουνά της τραμουντάνας». Σύμφωνα με τον μύθο ένας στρατιώτης που περνούσε από τον κεφαλόβρυσο για να πάρει νερό βρήκε την κούππα του που είχε χάσει πριν καιρό σε ένα ποταμό στα βουνά της τραμουντάνας. Η επιγραφή μάς θυμίζει τις παλιές λαϊκές δοξασίες που σχετίζονται με τα κεφαλόβρυσα της Κύπρου. Ο μύθος που συνόδευε τα μεγάλα κεφαλόβρυσα του Πενταδακτύλου και κυρίως εκείνο της Κυθρέας ήταν ότι το νερό τους προερχόταν από τα βουνά της Καραμανιάς στην Μικρά Ασία. Είναι άλλωστε πολλές οι παραδόσεις που αναφέρονται σε αντικείμενα που είχαν χαθεί στην Μικρά Ασία και τελικά ανεβρέθηκαν στα κεφαλόβρυσα της Κύπρου. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι ο Στυλιανού προσέχει ακόμη και την πιο μικρή λεπτομέρεια, αφού στον πίνακα μπορεί να διακρίνει κανείς στο βάθος τα χιονισμένα βουνά της Μικράς Ασίας.
Η πρωτοτυπία της ζωγραφιάς έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί μια καταγραφή της λαϊκής τέχνης, των λαϊκών επαγγελμάτων και παραδόσεων της Λαπήθου και γενικότερα της αγροτικής Κύπρου. Η παρουσίαση της υφαντική τέχνης καλύπτει σχεδόν όλες τις πτυχές της, όπως είναι το «καματερόν» (δηλαδή η εκτροφή μεταξοσκώληκων, η διαλογή των κουκουλιών και η επεξεργασία τους από τον μεταξά, και βεβαίως δεν θα μπορούσε να παραλείψει την παραγωγή υφάσματος με τα πολύτιμα υφαντικά εργαλεία (το αδράχτιν, το δουλάππιν, την ανέμη και φυσικά τη βούφα). Από την παρουσίαση δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το αγγειοπλαστείο και τα περίφημα αλειφτά, για την οποία η Λάπηθος φημιζόταν. Την όλη σκηνή συνοδεύει η επιγραφή: «ο λαϊνάς του αγγειοπλαστείου». Χαρακτηριστική είναι επίσης η διοχέτευση του νερού του κεφαλόβρυσου στους αλευρόμυλους και στους αγρούς. Την εικόνα μας συμπληρώνει το σιδηρουργείο, ο «κωμοδρόμος», για την κατασκευή γεωργικών εργαλείων και εργαλείων οικιακής χρήσης, για τα οποία επίσης ήταν γνωστή η Λάπηθος και ιδιαίτερα για τα μαχαίρια της.
Στον πίνακα υπάρχουν και στοιχεία από τα προσωπικά βιώματα και τις θύμησες του ζωγράφου από τα παιδικά του χρόνια και όχι μόνο, όπως είναι ένας έφιππος αστυνομικός (ο πατέρας του) που περιπολεί στην περιοχή, μια γυναίκα (η μητέρα του) καθήμενη σε γαϊδούρι να προχωρεί προς το μεταξουργείο που λειτουργεί εποχιακά, και φυσικά στο πάνω μέρος του πίνακα η σύζυγός του με την φωτογραφική της μηχανή να αποτυπώνει τα πάντα.
Ο πίνακας εκτίθεται μόνιμα στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, στην Πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού (εντός του περιβόλου του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Ιωάννου). Πληροφορίες στο τηλέφωνο 22 432578 και στην ιστοσελίδα www.cypriotstudies.org.
Επιμέλεια Ελένη Χρίστου Επιμελήτρια Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου
Με την ευκαιρία της διοργάνωσης των Αγώνων Μικρών Κρατών Ευρώπης η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει να σάς παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα Ιουνίου μια τοιχογραφία του 19ου αιώνα, η οποία παρουσιάζει τον Παναγή Κουταλιανό. Η τοιχογραφία φέρει χρονολογία 1892 και την επιγραφή «ΠΑΝΑΗΣ ΚΟΤΑΛΙΑΝΟΣ». Αποκολλήθηκε μαζί με μια άλλη τοιχογραφία που απεικονίζει τον Αθανάσιο Διάκο από τους τοίχους ενός καφενείου στο χωριό Γέρι, το οποίο επρόκειτο να κατεδαφιστεί. Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας το καφενείο ανήκε στον Χρήστο Χατζήμιχαηλ (†1965), ο οποίος θυμόταν ότι τις τοιχογραφίες ζωγράφισε Τουρκοκύπριος Καραγκιοζοπαίχτης, τον οποίο φιλοξενούσε ο πατέρας του στο καφενείο. Παρόμοιες τοιχογραφίες διατηρούνται και στο "Καζίνο" της Κρήτου Τέρρα στην Πάφο. Απεικονίσεις του Κουταλιανού υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα. Πιο γνωστές είναι οι αυτές του γνωστού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ (1868-1934). Ο Παναγής Κουταλιανός (1847-1916) ήταν φημισμένος παλαιστής και αρσιβαρίστας κατά την δεκαετία 1882-92. Γεννήθηκε στην Κούταλη της Προποντίδας Ήταν ναυτικός και ανακάλυψε την υπερφυσική του δύναμη σε ένα ταξίδι του στις ΗΠΑ, όπου συμμετείχε σε πολλούς αγώνες και νίκησε μεγάλους παλαιστές της εποχής. Στους αγώνες φορούσε το δέρμα μιας τίγρης, την οποία είχε στραγγαλίσει σε έναν από τους αγώνες του. Αυτό το στοιχείο διακρίνεται και στην τοιχογραφία μας. Έκανε επιδείξεις της δύναμής του λυγίζοντας σίδερα, σπάζοντας αλυσίδες και βράχια σε όλο τον κόσμο. Ένα από τα κατορθώματά του ήταν να κουβαλά τρία κανόνια, ένα στους ώμους και δύο στα πλευρά του τα οποία κρεμούσε με αλυσίδες δεξιά και αριστερά. Μετά ο ίδιος τα πυροδοτούσε και ενώ, γύρω ο τόπος τρανταζόταν, ο Παναγής Κουταλιανός έμενε ατάραχος στην θέση του. Στην τοιχογραφία μας απεικονίζεται να κουβαλά ένα κανόνι στο λαιμό και δυο δίσκους δεξιά και αριστερά στα χέρια του. Ο Κουταλιανός είναι ο πρώτος παλαιστής αθλητής που μνημονεύεται από Κύπριο ποιητάρη, τον Κυριάκο Παπαδόπουλο από τον Αρακαπά. Σύμφωνα με τον ποιητή ο αθλητής αυτός ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο για να επιδείξει την σωματική του ρώμη, περνώντας και από την Κύπρο. Σύμφωνα με την παράδοση που είναι γνωστή σε πολλά χωριά της Καρπασίας, ο Κουταλιανός σε μια από τις περιοδείες του ήρθε και στην Κύπρο όχι μόνο για λόγους επαγγελματικούς, αλλά και προσωπικούς. Συγκεκριμένα για να γνωρίσει τον φυσικό του πατέρα μετά από υπόδειξη της μητέρας του «Ζαχαρένιας». Σύμφωνα με την παράδοση ο πατέρας του ήταν ο Γιωρκής «το παλληκαρούιν» από το Ριζοκάρπασο, ο οποίος αγνοούσε την ύπαρξη του γιου του. Ο Γιωρκής είχε γνωρίσει την Ζαχαρένια στην Κούταλη, καθώς επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη, όπου τον είχαν φυλακίσει για ένα διάστημα οι Τούρκοι. Είχε καταφέρει να αποφυλακιστεί χάρη στη δύναμή του, αφού νίκησε τον πρωτοπαλαιστή του Σουλτάνου. Χαρακτηριστική είναι η απεικόνιση του Κουταλιανού στην παραδοσιακή τοιχογραφία του Γερίου, η οποία αν και πολύ απλοϊκή διαθέτει όλα τα στοιχεία από τα οποία χαρακτηρίζεται ο Κουταλιανό. Τυπικό χαρακτηριστικό της εμφάνισής του το μουστάκι του, δείγμα του ανδρισμού του, της ενδυμασίας του το δέρμα τίγρης, δείγμα των κατορθωμάτων του και το κανόνι στο λαιμό, δείγμα της υπερφυσικής δύναμής του. Πολύ γνωστό άλλωστε είναι το άσμα:
«Σίδερα μασάει ο Κουταλιανός
Η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει να σάς παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα μια ξυλόγλυπτη παράσταση του Αγίου Γεωργίου δρακοκτόνου (Α.Μ. 1175, Διαστάσεις 0,82 X 0,57) τo οποίο περιλαμβάνεται στη μόνιμη συλλογή του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου από τον Σεπτέμβριο του 1963. Ο Άγιος Γεώργιος είναι ένας από τους πιο αγαπητούς άγιους στην Κύπρο κι όχι μόνο, γι’ αυτό και η ιστορία του έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για την λαϊκή μας παράδοση. Η μνήμη του μαρτυρίου του εορτάζεται στις 23 Απριλίου, όμως σε κάποια χωριά στην Κύπρο εορτάζεται επιπλέον το Σάββατο ή την Κυριακή του Θωμά. Συχνά επειδή η εορτή του συμπίπτει με την Μεγάλη Τεσσαρακοστή μετατίθεται την Δευτέρα του Πάσχα. Το λαϊκότροπο αυτό ξυλόγλυπτο του 18ου αιώνα, κοσμούσε αρχικά την εκκλησία του Αγίου Ιωάννου και στη συνέχεια τον παλαιό γυναικωνίτη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Πλατανιστάσα. Η ίδια παράσταση κοσμεί και τον γυναικωνίτη της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου στην Αθηαίνου, η οποία όμως έχει επιζωγραφιστεί με ελαιοβαφή. Η παράσταση του Αγίου Γεωργίου είναι πραγματικά ένα ιδιαίτερο λαϊκότροπο ξυλόγλυπτο, το οποίο αν και έχει εκκλησιαστικό χαρακτήρα, αποδόθηκε από τον τεχνίτη με στοιχεία των λαϊκών ξυλόγλυπτων, δηλαδή απλοϊκές μορφές, έλλειψη αναλογιών, μετωπικότητα και μεγάλα στρογγυλά μάτια που εντείνουν τον αποτροπαϊκό χαρακτήρα της παράστασης. Το ξυλόγλυπτο φέρει ίχνη από χρώματα ώχρας και πρασίνου. Ο άγιος Γεώργιος απεικονίζεται αγένειος, με φωτοστέφανο, έφιππος, να σκοτώνει με μακρύ κοντάρι τον δράκοντα. Στο βάθος της παράστασης διακρίνεται, σε μικρότερη κλίμακα και με υψωμένα τα χέρια, η βασιλοπούλα που σύμφωνα με την παράδοση σώθηκε από τον άγιο Γεώργιο, ενώ καθήμενος στο πίσω μέρος του αλόγου απεικονίζεται ο μικρός Γεώργιος, που επίσης διασώθηκε από τον άγιο. Ο μικρός Γεώργιος παριστάνεται με ανυψωμένα χέρια, να κρατά στο αριστερό του χέρι λεκάνη, που θυμίζει το παραδοσιακό ιμπρικκολέενο. Παρουσιάζει το πιο δημοφιλές θαύμα του αγίου, το οποίο στο βίο του συσχετίζεται με την απελευθέρωση της πόλης της Λασίας από τον δράκοντα και τη διάσωση της μικρής πριγκίπισσας. Το θηρίο αυτό φυλούσε το νερό μιας πηγής κοντά στη Σιλήνα στη Λιβύη και εμπόδιζε την ύδρευση του χωριού. Οι κάτοικοι της περιοχής για να εξευμενίσουν τον δράκο, του έδιναν κάθε φορά ως τροφή ένα παιδί, το οποίο όριζαν με κλήρο. Ο κλήρος έφερε και την σειρά της βασιλοπούλας, την οποία έσωσε ο Άγιος Γεώργιος φονεύοντας τον δράκο. Τότε, ο πατέρας της, αλλά και όλη η πόλη βαπτίστηκαν Χριστιανοί. Το θαύμα αυτό αποδίδεται στην επιβίωση ενός πανάρχαιου εθίμου, της προσφοράς ανθρωποθυσιών στους δαίμονες, που καραδοκούσαν στις πηγές των υδάτων. Ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης το θεωρεί ως αναβίωση του αρχαίου μύθου του Περσέα, που έσωσε την Ανδρομέδα από τέρας. Το ξυλόγλυπτο εκτίθεται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, το οποίο στεγάζεται στο παλαιό αρχιεπισκοπικό μέγαρο στην πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Για πληροφορίες στο τηλέφωνο 22 432578 ή στην ιστοσελίδα www.cypriotstudies.org. ΈΚΘΕΜΑ ΜΗΝΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΜΑΡΤΙΟΥ 2009 ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΕΝΩΤΙΚΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 1950 Με την ευκαιρία των εθνικών επετείων της 25ης Μαρτίου και 1ης Απριλίου η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών παρουσιάζει ως έκθεμα του μήνα Μαρτίου το τραπέζι πάνω στο οποίο υπογράφηκε στη Λευκωσία το Ενωτικό Δημοψήφισμα. Το Δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε σε όλες τις πόλεις και τα χωριά του νησιού από τις 15 έως τις 22 Ιανουαρίου 1950. Το τραπέζι θα εκτίθεται στο μικρό συνοδικό του παλαιού αρχιεπισκοπικού μεγάρου. Η παλαιά Αρχιεπισκοπή, ένα κτήριο με μακραίωνη ιστορία, φυλάσσει πολύτιμους θησαυρούς που συνδέονται με την ιστορία του νησιού μας. Η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών και το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου έχουν την τιμή να στεγάζουν τις δραστηριότητες τους σ’ αυτό το ιστορικό κτήριο που παραχωρήθηκε στην Εταιρεία από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου. Ο εθνικός πόθος των Ελλήνων Κυπρίων για ένωση με την Ελλάδα μετά την ελληνική επανάσταση του 1821 δεν ευοδώθηκε αν και αυτή ήταν η προσδοκία τους με την ανάληψη του νησιού από τους Άγγλους. Η οργανωμένη ανθελληνική προπαγάνδα και πολιτική των Άγγλων την εποχή εκείνη εντατικοποιήθηκε μετά την εξέγερση του 1931 και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Παλμεροκρατίας (1933-1939). Η σύσταση της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών στις 17 Απριλίου 1936 μπορεί να θεωρηθεί ως ο επιστημονικός αντίλογος των Κύπριων επιστημόνων σ’ αυτή την πολιτική. Μετά την αποτυχία της Διασκεπτικής Συνέλευσης στο Λονδίνο (1947) και την απόρριψη των συνταγματικών προτάσεων του λόρδου Γουίστερ (1948), γίνεται ακόμη ένα διάβημα, ανάμεσα στα τόσα άλλα, για την επίτευξη του εθνικού πόθου των Ελλήνων του νησιού. Με αφορμή την άφιξη νέου κυβερνήτη στο νησί το 1949 η Εκκλησία της Κύπρου με επικεφαλής τον τότε Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Β΄ αποφάσισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, ζητώντας από την κυβέρνηση να αναλάβει τη διοργάνωσή του, η οποία όμως αρνήθηκε και μάλιστα απαγόρευσε στους δημόσιους υπαλλήλους να συμμετάσχουν. Το εντυπωσιακό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ανακοίνωσε η «Eθναρχία» με εγκύκλιό της στις 27.1.1950. Από τους 224.747 Έλληνες Κυπρίους που είχαν δικαίωμα ψήφου ψήφισαν οι 215.108. Από αυτούς υπέρ της ένωσης τάχθηκαν οι 215.103, δηλαδή ποσοστό 95,71%. Το δημοψήφισμα υπέγραψαν επίσης Αρμένιοι της Κύπρου και Τουρκοκύπριοι. Το αποτέλεσμα του ενωτικού δημοψηφίσματος δεν έτυχε ιδιαίτερης σημασίας από τον κυβερνήτη Ράιτ, ο οποίος τόνισε ότι το ζήτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα είναι θέμα κλειστό για την Αγγλία. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος δέθηκαν σε τρεις σειρές από 18 τόμους η κάθε μια, και αποφασίστηκε να δοθούν στην ελληνική κυβέρνηση, στην αγγλική κυβέρνηση και στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Αν και το δημοψήφισμα και το αποτέλεσμά του δεν έγιναν δεκτά από τους Άγγλους η προσπάθεια αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική γιατί ήταν μια από κοινού προσπάθεια των Ελλήνων Κυπρίων ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων και επιπλέον γίνεται αντιληπτό ότι το κυπριακό ζήτημα έπρεπε να προβληθεί με εντατικές προσπάθειες στη διεθνή κοινότητα. Στο ετήσιο επιστημονικό Δελτίο της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών του έτους 1950 ο τότε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, Κωνσταντίνος Σπυριδάκις αναφέρεται στη στενή συνεργασία της Εταιρείας με την «Εθναρχία της Κύπρου» που στόχο είχε «την διαφώτισιν του κοινού της νήσου και των λοιπών Ελλήνων ως και των πνευματικών ανθρώπων του εξωτερικού επί των εθνικών ζητημάτων της Κύπρου». Στα πλαίσια της συνεργασίας αυτή τα μέλη της Εταιρείας συνέβαλαν στην έκδοση του περιοδικού «Ελληνική Κύπρος» και δόθηκαν δυο διαλέξεις, οι οποίες επίσης εκδόθηκαν από το γραφείο της «Εθναρχίας Κύπρου». Επιπλέον αναφέρει ότι το Δ.Σ. «επ’ ευκαιρία της επισκέψεως εις Κύπρον του Υπουργού των Στρατιωτικών της Μ. Βρετανίας κ. Σίνγουελ, απέστειλε πρός αυτόν τηλεγράφημα διά του οποίου συνήνωσε την φωνήν της Εταιρείας... μετά της φωνής της Εκκλησίας και του Κυπριακού λαού προς διαδήλωσιν της εθνικής αξιώσεως των Κυπρίων περί ενώσεως της νήσου μετά της μητρός Ελλάδος». Είναι σημαντικό επίσης να επισημάνουμε ότι από το 1937 η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών είχε αποφασίσει την ίδρυση Μουσείου Λαϊκής Τέχνης. Στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι και το 1950, συγκεντρώθηκε μια σημαντική συλλογή, η οποία έπρεπε να τύχει κατάλληλου χώρου στέγασης. Παρόλο που η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών είχε πρόταση από την κυβέρνηση για συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων για την ίδρυση του Μουσείου, η πρόταση δεν έγινε δεχτή από τα μέλη της κι έτσι απευθύνθηκαν στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας Κύπρου για ηθική και οικονομική στήριξη. Η Ιερά Σύνοδος δήλωσε ότι θα αναλάβει υπό την προστασία της το Μουσείο και παραχώρησε για αρχή δυο δωμάτια της παλαιάς Αρχιεπισκοπής, τα οποία αποτέλεσαν το πρώτο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης που άνοιξε το Δεκέμβριο του 1950. Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1961 ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ παραχώρησε ολόκληρο το κτήριο στην Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών και ανέλαβε και τα έξοδα αναστήλωσης του κτηρίου. Στα πλαίσια του εθνικού πόθου και θέλοντας να τονισθεί η άρρηκτη σχέση Ελλάδας και Κύπρου, η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών συμμετείχε το Δεκέμβριο του 1950 στην Πανελλήνιο Έκθεση Λαϊκής Τέχνης με τριάντα δυο εκθέματα από τη συλλογή του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου. Εκπρόσωπος της Εταιρείας στην έκθεση τέθηκε ο Αδαμάντιος Διαμαντής, ο οποίος μετέβη στην Αθήνα με εντολή της «Εθναρχίας Κύπρου». Η άρρηκτη συνεργασία της «Εθναρχίας Κύπρου» και της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών συνεχίστηκε και στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν. Έκθεμα μήνα Ιανουαρίου To Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου έχει επιλέξει να σάς παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα Ιανουαρίου την παραδοσιακή γυναικεία και αντρική νυφική φορεσιά της Κύπρου. Η γυναικεία φορεσιά που παρουσιάζουμε στην εικόνα είναι μια από τις φορεσιές που χρησιμοποιείτο από τις νύφες στην Καρπασία. Άλλωστε η νυφική ενδυμασία για τα χωριά ήταν συνήθως η γιορτινή, με την προσθήκη κάποιων κοσμημάτων και ενός κόκκινου μαντηλιού, τα οποία διέκριναν τη νύφη από τις καλεσμένες στο γάμο. Πρόκειται για την τοπική παραλλαγή της αστικής στολής «Αμαλίας», η οποία επικράτησε κυρίως στην περιοχή της Καρπασίας ως νυφική φορεσιά. Αποτελείται από το ρουτζιέττι, δηλαδή μια πολύπτυχη βαμβακερή φούστα σε σκούρο κόκκινο χρώμα, η οποία βαφόταν με φελλούς πεύκου, και τη σάρκα, η οποία ήταν κοντή εφαρμοστή ζακέτα με πλούσιο κέντημα και μεγάλο άνοιγμα στο στήθος και στα μανίκια. Το άνοιγμα στο στήθος καλυπτόταν από το μεταξωτό πουκάμισο που φορούσαν εσωτερικά και από πλούσια κοσμήματα όπως το μιρμίδι, ο σταυρός με ντουντούνια και κοράλλια, ο κερτανές, το περιλαίμιο, κ.α. Ο κεφαλόδεσμος είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακός. Το κόκκινο μαντήλι, η σκέπη, στερεώνεται στο μέτωπο με τρεις διαδοχικές κορδέλες σε κόκκινο, κίτρινο και πράσινο χρώμα. Στο κεφαλόδεσμο στερεώνεται ασημένιο κόσμημα, η σπλίγγα, με αλυσίδες, νομίσματα και χρωματιστές χάντρες. Στην Καρπασία αλλά και στην περιοχή Μόρφου έδεναν με διαφορετικό τρόπο τον κεφαλόδεσμο της νύφης, τον οποίο γνώριζαν μόνο ορισμένες γυναίκες της κοινότητας Στην μέση διακρίνεται η χαρακτηριστική γυναικεία ζώνη με την πολυτελή πόρπη. Η αντρική φορεσιά αποτελείται από μαύρη πολύπτυχη βράκα, παρόμοια με αυτή που φορούσαν στα Ελληνικά νησιά και τις παραθαλάσσιες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, και ζιμπούνι, δηλαδή γιλέκκο από κόκκινο βελούδο, πλούσια διακοσμημένο με επίρραπτο κέντημα. Τα γιλεκκοζίμπουνα του γαμπρού συνήθως γίνονταν από σκουρόχρωμο εισαγόμενο βελούδο ή μάλλινο και είχαν στην πλάτη πλούσια διακόσμηση με φυτικό διάκοσμο και παραστάσεις ζώων ή πουλιών, όπως τα αντωπά λιοντάρια, σύμβολο της αντρικής δύναμης. Η βράκα ήταν κατασκευασμένη από χοντρό δίμιτο βαμβακερό ύφασμα και την έβαφαν, ραμμένη, σε μαύρο ή μπλε χρώμα, αναλόγως της περίπτωσης που προοριζόταν. Το μήκος και το πλάτος της βράκας, ήταν διαφορετικό από περιοχή σε περιοχή. Στη μέση δενόταν ένα μεταξωτό πολύχρωμο ζωνάρι, το τταλαπουλούζι. Από το ζωνάρι έδεναν πλεκτό πουγκί ή έκρυβαν στη ζώστρα αγοραστό πουγκί, το κκεμέρι. Μαζί με τη βράκα φορούσαν πουκάμισο μεταξωτό για την κυριακάτικη ή νυφική φορεσιά. Η νύφη δώριζε στον γαμπρό το μεταξωτό πουκάμισο και το μεταξωτό μαντήλι που δενόταν γύρω από τον λαιμό του κατά την τελετή του γάμου, ένας θαυμάσιος συμβολισμός της γαμήλιας ένωσης τους. Το μαντήλι είχε συνήθως έντονο χρώμα και ήταν διακοσμημένο στις άκρες με δαντέλα του βελονιού, πιπίλλα ή λεπτό κρόσι. Οι φορεσιές ανήκουν στη συλλογή του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου και οι φωτογραφίες έχουν δημοσιευθεί στην έκδοση της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών «Οι Κυπριακές Φορεσιές-Cypriot Costumes» της Ελένης Παπαδημητρίου (Αθήνα 1991). Για πληροφορίες μπορείτε να αποταθείτε στο τηλ. 22 432578
Η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει να σάς παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα Δεκεμβρίου το κέρινο ομοίωμα ενός μικρού γουρουνιού (Α.Μ. 1648), ανάμνηση δυο σημαντικών εθίμων για τον κόσμο της Κύπρου και της Ελλάδος. Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου αγόρασε το γουρουνάκι το 1969 από τον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου στον Πάνω Πύργο Τυλληρίας. Έχει ύψος 16 εκ. και μήκος 33 εκ. Πρόκειται για ένα τάμα, ένα ανάθημα που προσέφερε κάποιος πιστός στον άγιο Γεώργιο ή στον άγιο Μόδεστο, προστάτη και θεραπευτή των ζώων, για να θεραπεύσει από κάποια ασθένεια τα γουρούνια του ή το γουρουνάκι που μεγάλωνε στο σπίτι του Τα τάματα είναι μια πανάρχαια συνήθεια των πιστών όλου του κόσμου και όλων των εποχών που επέζησε μέχρι τις μέρες μας. Στους αρχαίους Έλληνες υπήρχε η συνήθεια οι πιστοί να προσφέρουν αφιερώματα στους θεούς τους, τα οποία μπορεί να ήταν ευτελούς αξίας ή και πολύτιμα χρυσελεφάντινα αντικείμενα. Από εκείνα τα χρόνια συνήθιζαν να εναποθέτουν στα ιερά τους και στα αγάλματά τους ομοιώματα πασχόντων μελών, κάτι που το συναντάμε και στις μέρες μας. Όλα αυτά που συνήθως «τάζουν» οι πιστοί και τα αφιερώνουν σε ιερά πρόσωπα ονομάζονται «αναθήματα». Η λέξη προέρχεται από το ρήμα «ανατίθημι» που σημαίνει αναθέτω, εμπιστεύομαι-αφιερώνω. Παρακαλεί, δηλαδή, ο πιστός έναν άγιο, να του πραγματοποιήσει μια επιθυμία, υποσχόμενος να του το ανταποδώσει με την προσφορά ενός αντικειμένου. Σ’ αυτή την περίπτωση παράδοση και ιστορία μάς θυμίζουν την σημασία που είχαν τα γουρούνια για το κυπριακό νοικοκυριό, τόση ώστε κάποιος αποφάσισε να «τάξει» το γουρούνι του για να θεραπευτεί. Άλλωστε το γεγονός ότι τα ζώα έχουν το δικό τους προστάτη, τον άγιο Μόδεστο, ο οποίος εορτάζει στις 18 Δεκεμβρίου, είναι ενδεικτικό της αξίας που τους προσέδιδε ο λαός. Μάλιστα την μέρα της εορτής του οι πιστοί συνήθιζαν να ραντίζουν με αγιασμό όχι μόνο τα σπίτια τους αλλά και τους στάβλους των ζώων. Το μικρό κέρινο γουρουνάκι που κοσμεί το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου μάς μεταφέρει πίσω στο χρόνο σε ένα παραδοσιακό έθιμο των Χριστουγέννων. Κάθε σπίτι αγόραζε ένα μικρό γουρουνάκι το οποίο και μεγάλωνε μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων ή των Θεοφανείων. Το γουρούνι ήταν πολύ σημαντικό για την τροφοδοσία της οικογένειας με κρέας όλο το χρόνο. Έτσι γύρω από την σφαγή των γουρουνιών ακολουθείτο μια τελετουργία που περιλάμβανε τη συγκέντρωση της οικογένειας και των κουμπάρων της στο σπίτι που επρόκειτο να σφάξουν το γουρούνι. Απαιτείτο η βοήθεια όλων των αντρών και των γυναικών της οικογένειας για την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Όλα τα μέρη του γουρουνιού χρησιμοποιούνταν για την διατροφή της οικογένειας. Με το κρέας του γουρουνιού παρασκεύαζαν τα καπνιστά λουκάνικα και τα παστά, τη «ζαλατίνα», τα «αφέλια», τις «τιτσιρίδες» και άλλα φαγητά για τις μέρες των γιορτών αλλά και τους επόμενους μήνες. Έβαζαν το κρέας μέσα σε κρασί για μια περίπου βδομάδα, τo τηγάνιζαν και το φύλαγαν μέσα σε «κουμνιά» (πήλινα δοχεία) μαζί με το «λαρτί» (λίπος) που έλιωνε με το ψήσιμο. Από την κοιλιά κατασκεύαζαν τα παστά, από το κεφάλι και τα πόδια έφτιαχναν την πηχτή, τη λεγόμενη «ζαλατίνα», και από το υπόλοιπο έφτιαχναν τα λουκάνικα και τις λούντζες. Τα λουκάνικα τα κρεμούσαν ψηλά μέσα στην τσιμινιά (τζάκι) για να ψήνονται αργά και σταδιακά. Συνήθως άναβαν την τσιμινιά με λάδανο, την κοινώς ονομαζόμενη «ξυσταρκά» (είδος θάμνου), η οποία στη καύση της παράγει πολύ καπνό, για να γίνουν τα λουκάνικα καπνιστά. Το λίπος που περίσσευε μαγειρευόταν με μπαχαρικά και έφτιαχναν τις τσιγαρίδες, αλλιώς «τιτσιρίδες» που συνήθιζαν να τις τρώνε με ζυμωτό ψωμί. Ακόμα και την ουροδόχο κύστη, τη λεγόμενη «φούσκα», την καθάριζαν, τη φούσκωναν και μετά την χρησιμοποιούσαν ως μπάλα, πολύτιμο δώρο για τα παιδιά της εποχής εκείνης.
ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ Επ’ ευκαιρία της εορτής του Αποστόλου Ανδρέα στις 30 Νοεμβρίου η Eταιρεία Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα ένα επίχρυσο σταυρό-λειψανοθήκη, ο οποίος ανήκει στη συλλογή του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου. Πρόκειται για «αμπουστωτό» σταυρό, ανεκτίμητης συναισθηματικής αξίας, καθώς μάς μεταφέρει πίσω στο παρελθόν και μάς συνδέει με τον πόνο, τις προσδοκίες και τις ευχαριστίες του πιστού που εναπόθεσε τις ελπίδες του στον Απόστολο Ανδρέα και στον οποίο αφιέρωσε ένα από τα κοσμήματά του για να τον ευχαριστήσει. Ο σταυρός είναι ένα από τα πενήντα οχτώ αφιερώματα που δώρισε στο Μουσείο το κατεχόμενο Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέου στην Καρπασία στις 5 Ιανουαρίου 1954. Ο επίχρυσος «αμπουστωτός» σταυρός –λειψανοθήκη (Α.Μ. 766. Διαστάσεις 0.05Χ0.04Χ0.01) χρονολογείται στον 19ον αιώνα και προέρχεται πιθανώς από τους Αγίους Τόπους. Φέρει έκτυπη και εγχάρακτη διακόσμηση. Οι γωνίες του σταυρού είναι καμπύλες, και στα σημεία που τέμνεται το οριζόντιο και κάθετο μέρος υπάρχουν διαγώνια ελλειψοειδή φυλλοειδή στοιχεία. Στην εμπρόσθια όψη παρουσιάζεται ο Εσταυρωμένος και τα σύμβολα των τεσσάρων ευαγγελιστών στις τέσσερις άκριες των κεραιών του σταυρού. Στο πάνω μέρος παριστάνεται ο αετός, σύμβολο του Ιωάννου του Θεολόγου, κάτω ο μόσχος σύμβολο του Λουκά, στην αριστερή κεραία ο λέων του Μάρκου και στην δεξιά ο άνθρωπος –άγγελος του Ματθαίου. Στην οπίσθια όψη διακρίνεται παράσταση με κεντρικά στοιχεία τα όργανα του Θείου Πάθους: τη λόγχη που κέντησε τον Χριστό ο στρατιώτης, τον Σπόγγο με τον οποίο Του έδωσαν να πιει χολή και ξύδι και το μαστίγιο. Στο πάνω μέρος του σταυρού διακρίνονται τα αρχικά γράμματα (ΑΩΙΓ) που πιθανό να υποδηλούν την ημερομηνία της κατασκευής του σταυρού, δηλαδή το έτος 1813. Κάτω υπάρχει σχήμα κρανίου που μάς παραπέμπει στον Αδάμ, αριστερά σχήμα που πιθανό να αναγνωρίζεται ως οφθαλμός και ανθισμένο φυτό και δεξιά πτηνό, ίσως ο αλέκτωρ της ευαγγελικής διήγησης και μονωτή κανάτα. Είναι πραγματικά αξιέπαινο το γεγονός ότι η συλλογή διασώθηκε και επιβίωσε σε μια ταραχώδη εποχή και σ’ αυτό συνετέλεσαν η χάρις του Αποστόλου Ανδρέα, η πρόνοια της εκκλησιαστικής επιτροπής να δωρίσει τη συλλογή, είκοσι χρόνια πριν την τουρκική εισβολή του 1974 και οι φροντίδες του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, το οποίο κατάφερε να διασώσει τη συλλογή μέσα από αντίξοες συνθήκες. Η συλλογή περιλαμβάνει περιδέραια, βραχιόλια, καρφίτσες μανδηλίου, επιστήθιους σταυρούς, νομίσματα, πυξίδες και πόρπες που προσέφεραν οι πιστοί με πολλή αγάπη και ευγνωμοσύνη στον Απόστολο Ανδρέα. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών προγραμματίζει τη διοργάνωση έκθεσης με θέμα «Ο Απόστολος Ανδρέας. Από την Κύπρο στην Κωνσταντινούπολη και στην Πάτρα», όπου θα εκτίθενται ανάμεσα σε άλλα και τα αφιερώματα από το Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέου στην Καρπασία. Προς το παρόν αναζητούνται χορηγοί για την ολοκληρωμένη παρουσίαση της έκθεσης στο κοινό και στα σχολεία.
Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου έχει επιλέξει να σάς παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα Οκτωβρίου μια εικόνα του 19ου αιώνα, η οποία απεικονίζει τον προστάτη των ιατρών και των ζωγράφων, Απόστολο Λουκά. Ο Απόστολος που μαρτύρησε στη Θήβα της Ελλάδος εορτάζεται από την Εκκλησία στις 18 Οκτωβρίου. Μεγάλες εμποροπανηγύρεις τελούνται στο Κολόσσι, στην Κοράκου και στην Αραδίππου. Πριν από το 1974 γινόταν πανηγύρεις και στη μονή Αποστόλου Λουκά στα Κάτω Βαρώσια. Η εικόνα είναι κομμάτι από τον παλαιό άμβωνα του Ιερού Ναού Παναγίας Φανερωμένης Λευκωσίας. Ολόκληρη η σύνθεση παρουσιάζει τον Χριστό και τους τέσσερις ευαγγελιστές: Μάρκο, Λουκά, Ιωάννη Θεολόγο και Ματθαίο. Ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς, όπως αναγράφεται στην επιγραφή της εικόνας, απεικονίζεται ακριβώς τη στιγμή της έμπνευσης και συγγραφής του ιερού ευαγγελίου του. Ο Απόστολος εικονίζεται καθήμενος, κρατεί ανοιχτό ευαγγέλιο, όπου αναγράφονται οι πρώτοι στίχοι του ευαγγελίου του «Επειδήπερ πολλοί επεχείρησαν ανατάξασθαι διήγησιν περί των πεπληροφορημένων εν ημίν πραγμάτων καθώς παρέδοσαν ημίν» (Λουκάς α΄, 1-2). Μπροστά στα πόδια του Ευαγγελιστή απεικονίζεται με πύρινους εντυπωσιακούς χρωματισμούς το ιερό σύμβολό του, ο ταύρος. Η εικόνα εντάσσεται μέσα σε ένα ξυλόγλυπτο πλαίσιο, το οποίο στο πάνω μέρος σχηματίζει τρίλοβη καμάρα που στηρίζεται πάνω σε ημικίονες. Εντυπωσιακό είναι επίσης το σύμπλεγμα των ανάγλυφων ξυλόγλυπτων κλάδων και φυλλωμάτων, μέσα από τα οποία φύονται ανθέμια ή λωτοί. Η εικόνα χρονολογείται στον 19ον αιώνα, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της που την εντάσσουν στη δυτικότροπη ανελλήνιστη τεχνοτροπία του Ιωάννου Κορνάρου του Κρητός. Αυτή την περίοδο οι μορφές χαρακτηρίζονται από την αγαλματένια υφή στις μορφές, πρόσωπα με λεπτά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, γλυκερές εκφράσεις, εξευγενισμένες κινήσεις, ορθή προοπτική και πλούσιους χρωματικούς συνδυασμούς ιδιαίτερα στα υφάσματα. Η μικρή κουκουβάγια ήτανε πάντα εκεί σκαρφαλωμένη στ’ ανοιχτάρι τ’ ΄Αγιου Μάμα, παραδομένη τυφλά στο μέλι του ήλιου εδώ ή αλλού, τώρα, στα περασμένα: χόρευε μ’ ένα ρυθμό το φθινόπωρο. (Γιώργου Σεφέρη, Λεπτομέρειες στην Κύπρο, α΄στροφή)
Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου με την ευκαιρία της εορτής του μεγαλομάρτυρα αγίου Mάμαντος στις 2 Σεπτεμβρίου, προστάτου των ποιμένων και θεραπευτή των πόνων των αυτιών, έχει επιλέξει να σάς παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα Σεπτεμβρίου την θύρα του Ιερού Ναού Αγίου Μάμαντος Ιδαλίου (15ος -16ος αιώνας), από την οποία εμπνεύστηκε ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Τα ξύλινα θυρόφυλλα (Α.Μ. 2337), ύψους 226 και πλάτους 145 εκ., χρονολογούνται στα τέλη του 19ου αιώνα (πιθανώς 1886). Τα ξύλινα θυρόφυλλα έκλειναν τη νότια είσοδο του ναού και δεν πρόκειται για την αρχική θύρα του ναού. Κατασκευάστηκε πιθανότατα το 1886 με την επικρατούσα παραδοσιακή τεχνική. Τις σανίδες συγκρατούν μεταξύ τους, στο πίσω μέρος κάθε φύλλου, τρεις εγκάρσιοι ζυγοί, οι οποίοι στερεώνονται με χειροποίητα καρφιά, που φέρουν μεγάλα σφυρήλατα κεφάλια. Αυτά διακρίνονται στην πρόσοψη. Τα μεταλλικά εξαρτήματα της θύρας συμπληρώνουν δύο κυκλικά σιδερένια κρικέλια, από τα οποία σύρονται τα φύλλα. Τα θυρόφυλλα έκλειναν με μαντάλι (ανοιχτάρι), που ανοιγόκλεινε με μοχλό, τον οποίο έσπρωχνε εξωτερικά ολόγλυφη κουκουβάγια. Το ταπεινό πουλί στέκει αγέρωχο στην πόρτα του Αγίου Μάμα, σύμβολο αποτροπαϊκό κάθε κακού, αποτρέποντας με τα γουρλωτά του μάτια την είσοδο στον ναό ανεπιθύμητων επισκεπτών. Η μικρή κουκουβάγια, φύλακας της παράδοσης μιας τέχνης αλλοτινής, εντυπωσίασε τον νομπελίστα ποιητή Γεώργιο Σεφέρη, όταν επισκέφθηκε τον ναό κατά την διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στην Κύπρο στα 1953. Η μικρή κουκουβάγια του Αγίου Μάμαντος συμπεριελήφθη στο ποίημά του «Λεπτομέρειες στην Κύπρο», που αφιέρωσε στον φίλο του ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή, ο οποίος ήταν ένας από τους πρωτεργάτες για τη δημιουργία του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, διετέλεσε πρώτος διευθυντής του μέχρι το 1994 και ήταν αυτός που διέσωσε από τη φθορά τη θύρα μεταφέροντάς την στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.
Έκθεμα μήνα Αυγούστου
Λευκωσία, 2 Αυγούστου 2008 Με την ευκαιρία της εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού (6 Αυγούστου), το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου παρουσιάζει το μοναδικό τάμα που έχει σωθεί από τον κατεχόμενο Ιερό Ναό του Χρυσοσώτηρος στην Ακανθού, ο οποίος έχει μετατραπεί σε μουσουλμανικό τέμενος μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Πρόκειται για κέρινo ομοίωμα γυναίκας (ΑΜ 1860), ύψους 73 εκ., το οποίο δωρήθηκε στην Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών τον Ιούνιο του 1970 από την Εκκλησιαστική Επιτροπή του Ιερού Ναού του Χρυσοσώτηρος Ακανθούς. Η ανάμνηση του θαύματος του Σωτήρος στη γυναίκα που αφιέρωσε το τάμα στον ναό του Χρυσοσώτηρος μάς μεταφέρει πίσω στο χρόνο σε μια εποχή που ο ναός αποτελούσε το αποκούμπι των προσευχών των Ακανθιωτών και των προσκυνητών που συνέρρεαν κατά χιλιάδες από όλα τα μέρη της Κύπρου για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα του Χρυσοσώτηρος, η οποία χάθηκε κατά την τουρκική εισβολή του 1974. Το τάμα καθώς και άλλα ξυλόγλυπτα λαϊκής τέχνης από την Ακανθού θα εκτίθενται στο Μουσείο κατά τον μήνα Αύγουστο. Διεύθυνση: Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού (εντός του περιβόλου του Καθεδρικού Ναού Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου), Τ.Κ. 21436, 1508 Λευκωσία. Κυπριακά Παραδοσιακά Κεντήματα
|
|||||||