|
ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
ΜΑΡΤΙΟΣ
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
ΜΑΙΟΣ
ΙΟΥΝΙΟΣ
ΙΟΥΛΙΟΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
ΕΚΘΕΜΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2014
Το
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας έχει επιλέξει να σας
παρουσιάσει ως έκθεμα του μηνός Δεκεμβρίου 2014 μια χειροποίητη
μαξιλαροθήκη (Α.Μ. 3330). Η συγκεκριμένη μαξιλαροθήκη αποτελεί μέρος
δωρεάς του κου Ανδρέα Δημητρίου στο μουσείο το Μάιο του 2013, η
οποία περιλαμβάνει επίσης ξύλινα και ασημένια κουτάλια, ενδύματα και
φωτογραφίες.
Η μαξιλαροθήκη είναι μεταξωτή, χειροποίητη
από την Ελπινίκη Τρυπάνη, η οποία καταγόταν από τη Μερσίνα της
Μικράς Ασίας. Φέρει σχέδιο κεντημένο στο χέρι, το οποίο απεικονίζει
ένα καλάθι με πολύχρωμα άνθη. Παρόμοιου τύπου μεταξωτές
μαξιλαροθήκες συνηθίζουν να δημιουργούν και στην Κύπρο, ως μέρος της
προίκας τους οι νεαρές, ή για να καλύψουν τις τρέχουσες ανάγκες του
σπιτιού. Προφορικές μαρτυρίες από το αρχείο συνεντεύξεων του
Μουσείου μας δεικνύουν επίσης ότι η επαφή με τις Μικρασιάτισσες, που
έφθασαν στο νησί μας πριν και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή,
επηρέασαν με τη τέχνη των κεντημάτων τους και μετέδωσαν κάποια από
τα σχέδια τους στις Κύπριες που συναναστρέφονταν σε περιοχές όπως
για παράδειγμα, την Λύση και την Κερύνεια.
Η Ελπινίκη και ο σύζυγός της, Κώστας
Τρυπάνης, είχαν τέσσερα παιδιά, την Μαρίκα, την Ειρήνη, το Σπύρο και
το Νίκο, κανένα από τα οποία δεν είχε αφήσει πίσω του απογόνους.
Αντιλαμβανόμενοι την έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε στη Μικρά
Ασία εκείνη την περίοδο μετακόμισαν οικογενειακώς από τη Μερσίνα
στην Κύπρο, το 1919, και αργότερα μετέβηκαν στη Χίο (τόπο καταγωγής
του Κώστα) από όπου εν τέλει κατέληξαν στην Καλλιθέα Αθήνας. Τα
αντικείμενα κληρονόμησε η οικογένεια Δημητρίου απευθείας από την
Μαρίκα Τρυπάνη, η οποία ήταν ξαδέλφη της γιαγιάς της Χρυσούλας
Δημητρίου, της Όλγας. Η Μαρίκα Τρυπάνη πέθανε 102 χρονών το 2013.
Όλη η μικρασιατική συλλογή του Μουσείου θα
εκτίθεται στην αίθουσα περιοδικών εκθέσεων της Εταιρείας Κυπριακών
Σπουδών στα πλαίσια της έκθεσης Μικρασιατικών Κειμηλίων από τις
Συλλογές της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών και σχετικής διάλεξης που
θα δοθεί στις 17 Δεκεμβρίου 2014, από τον δρα Ράινχαρτ Σένφφ (Dr
Reinhard Senff), υποδιευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού
Ινστιτούτου Αθηνών, με θέμα τα κυπριακά αρχαιολογικά ευρήματα από
γερμανικές ανασκαφές στη Μικρά Ασία. Για περισσότερες πληροφορίες ή
αν ενδιαφέρεσθε να γίνεται δωρητής στο Μουσείου αποταθείτε στο τηλ.
22432578.
Επιμ. Κειμένου: Άντρη Θεοφάνους, Μέλος Συνδέσμου «Φίλοι του Μουσείου
Λαϊκής Τέχνης Κύπρου». Ελένη Χρίστου, Διευθύντρια Μουσείου Λαϊκής
Τέχνης Κύπρου
Βιβλιογραφία:
-Ελένη Χρίστου, Συνέντευξη από Ανδρέα
Δημητρίου (14/5/2013), Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης
Κύπρου-Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών
ΕΚΘΕΜΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2014
Με
αφορμή το επιστημονικό συμπόσιο που διοργανώθηκε από την Εταιρεία
Κυπριακών Σπουδών την 1η Νοεμβρίου 2014 με θέμα τον Αρχιεπίσκοπο
Κυπριανό και το Βασίλη Μιχαηλίδη, το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου
της Εταιρείας έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει ως έκθεμα του μηνός
Νοεμβρίου 2014 μια περίτεχνη πιστόλα (Α.Μ. 812). Το συγκεκριμένο
αντικείμενο δώρισε στο Μουσείο η κα Τερέζα Λανίτη από τη Λεμεσό, το
Μάιο του 1955.
Πρόκειται για βραχύκαννη μεταλλική πιστόλα
με ξύλινη κάνη σε εναλλαγή με μεταλλικά στοιχεία και ξύλινη λαβή, η
κεφαλή της οποίας είναι κατασκευασμένη από ορείχαλκο και φέρει
ανάγλυφη διακόσμηση. Οι πιστόλες ήταν εμπροσθογεμή όπλα και
λειτουργούσαν με πυροδοτικό μηχανισμό πυρόλιθου και τη χρήση του
ενός χεριού. Ο βασικός οπλισμός των αγωνιστών του 1821 αποτελείτο
επίσης από το καριοφίλι (μακρύκαννο όπλο), την πάλα (σπάθη), το
γιαταγάνι (μάχαιρα) και την παλάσκα (φυσιγγιοθήκη).
Η συγκεκριμένη πιστόλα, καθώς και άλλος
οπλισμός που χρησιμοποιείτο το 19ο και 20ο αι. εκτίθεται στο Μουσείο
Λαϊκής Τέχνης Κύπρου στα πλαίσια της έκθεσης Κειμηλίων του 1821 από
τις Συλλογές της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, και ζωγραφικών έργων
του Βασίλη Μιχαηλίδη από τον Ι. Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος της
Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου. Για περισσότερες πληροφορίες και δωρεές
αποταθείτε στο τηλ. 22432578.
Επιμ. Κειμένου: Άντρη Θεοφάνους, Μέλος
Συνδέσμου «Φίλοι του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου».
Βιβλιογραφία:
-Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης
Κύπρου-Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών
-Η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Έκθεση
Κειμηλίων, ΠΙΤΚ, Αθήνα, 1991
-www.army.gr
Εκθέματα Μηνός Οκτωβρίου 2014
Το
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών έχει
επιλέξει να σας παρουσιάσει ως εκθέματα του μήνα Οκτωβρίου 2014 ένα
ζευγάρι μαύρες δερμάτινες ποδίνες (Α.Μ. 3477), καθώς και τον
«μισταρκό» (Α.Μ. 3478), ένα ξύλινο κατασκεύασμα, το οποίο
χρησιμοποιείτο ως βοήθημα για να βγάλουν εύκολα τις ποδίνες. Τα
συγκεκριμένα αντικείμενα αποτελούν μέρος της δωρεάς δέκα
αντικειμένων στο Μουσείο από την κα Κλεοπάτρα Παπαγεωργίου Σοφιανού,
στην οποία και εκφράζουμε τις θερμές μας ευχαριστίες.
Η κα Σοφιανού είναι παντρεμένη με τον κο Χρυσόστομο Α. Σοφιανού,
επίσης από το Στρουμπί, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Παιδείας της
Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1976 μέχρι το 1980. Απέκτησαν 2 κόρες,
η μία εκ των οποίων απεβίωσε το 1994. Η κ Σοφιανού κατάγεται από το
Στρουμπί της επαρχίας Πάφου. Σημαντικό γεγονός στην ιστορία του
Στρουμπιού αποτέλεσε ο μεγάλος σεισμός του 1953, που σηματοδότησε τη
μετακίνηση του χωριού σε νέα τοποθεσία λόγω των καταστροφών που
υπέστη και τη δημιουργία του Κάτω Στρουμπιού, στο οποίο μετοίκησαν
οι περισσότεροι κάτοικοι.
Οι ποδίνες χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1930 περίπου, οι
οποίες ανήκαν στο γεωργό Γιάννη Παπαγεωργίου, πατέρα της κας
Σοφιανού, και αποτελούν ένα μόνο μέρος της εν λόγω δωρεάς.
Συγκεκριμένα στη δωρεά περιλαμβάνονται επίσης αντρική και γυναικεία
ενδυμασία, που ανήκε στη γιαγιά της κας Σοφιανού, Κλεοπάτρα
Κυπριανού Γιαγκουλλή και στον πατέρα της κας Σοφιανού, κ. Γιάννη
Παπαγεωργίου, ο οποίος φορούσε τη βράκα μέχρι το 1945, οπόταν και
αντικαταστάθηκε από το παντελόνι.
Ο «μισταρκός» αποτελούσε χρήσιμο εργαλείο για τους χωρικούς στην
προσπάθειά τους να βγάλουν τις ποδίνες. Όταν για παράδειγμα φορούσαν
για πολλές ώρες τις ποδίνες ήταν πολύ δύσκολο στη συνέχεια να
αφαιρεθούν λόγω του ιδρώτα ή της βροχής, γι’ αυτό και έβαζαν την
ποδίνα στο ειδικό βοήθημα, τον «μισταρκό», την πατούσαν με το άλλο
πόδι και την τραβούσαν για να βγει.
Οι ποδίνες κατασκευάζονταν από τους τσαγκάρηδες ή τους σκαρπάρηδες.
Οι τσαγκάρηδες κατασκεύαζαν τις λεγόμενες «ίσιες» ποδίνες από
επεξεργασμένα δέρματα τράγου και κατσίκας, οι οποίες μπορούσαν να
φορεθούν και στο αριστερό και στο δεξί πόδι. Στη σόλα των ποδίνων
αυτών τοποθετούνταν οι πρόκες, οι λεγόμενες «ρίζες» για περισσότερη
αντοχή. Ο σκαρπάρης έφτιαχνε όλων των ειδών παπούτσια, τα χαμηλά
παπούτσια, τις λεγόμενες «σκάρπες» και τις φράγκικες ποδίνες, οι
οποίες ήταν πιο λεπτοκαμωμένες σε σχέση με τις «ίσιες» και είχαν τη
διάκριση ανάμεσα στο αριστερό και στο δεξί πόδι. Ο κόσμος παράγγελλε
καινούρια παπούτσια συνήθως τις μεγάλες εορτές, όπως τα Χριστούγεννα
και το Πάσχα γι’ αυτό και οι τσαγκάρηδες και οι σκαρπάρηδες τον
περισσότερο καιρό ασχολούνταν με την επιδιόρθωση ποδίνων και
παπουτσιών.
Τα αντικείμενα εκτίθενται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου. Για
περισσότερες πληροφορίες και δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.
Επιμ. Κειμένου: Άντρη Θεοφάνους, Μέλος Συνδέσμου «Φίλοι του Μουσείου
Λαϊκής Τέχνης Κύπρου».
Βιβλιογραφία:
-Λαϊκοί Τεχνίτες της Κύπρου, Δήμος Λευκωσίας, 1982
-Παπαδημητρίου Ελένη, Οι Κυπριακές Φορεσιές, Αθήνα 1991
-Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου Ευφροσύνη, Η Αστική Ενδυμασία της Κύπρου
κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, Πολιτιστικό ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου,
Λευκωσί, 1996
-Σοφιανός Χρυσόστομος Α. και Παπαγεωργίου Κλεοπάτρα Ι., Στρουμπί.
Ένα κεφαλοχώρι της Πάφου, Λευκωσία 2011
-Ohnefalsch-Richter
Magda, Ελληνικά Ήθη και Έθιμα στην Κύπρο, Πολιτιστικό Κέντρο Λαϊκής
Τράπεζας, Λευκωσία 1994
Έκθεμα Μηνός Σεπτεμβρίου 2014
Το
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών έχει
επιλέξει να σας παρουσιάσει ως έκθεμα μήνα Σεπτεμβρίου ένα νυφικό
στο τύπο των φορεμάτων που φορούσαν στη Λύση στα τέλη της
Αγγλοκρατίας (1878-1960). Το νυφικό δώρισε στο Μουσείο η κυρία
Παναγιώτα Κέττηρου, από τη Λύση, ράπτρια στο επάγγελμα. Η κ.
Παναγιώτα Κέττηρου γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1940. Γονείς της
ήταν η Μαρία και ο Κυριάκος Κέττηρου, οι οποίοι είχαν οπωροπωλείο
στη Λύση.
Το νυφικό που έραψε η ίδια η κ. Παναγιώτα, το έραψε πρόσφατα στον
τύπο του Λυσιώτικου φορέματος, που φορούσε η μητέρα της. Σύμφωνα με
μαρτυρία της κ. Παναγιώτας, τα πλείστα φορέματα των Λυσιώτισσων, που
φορούσαν καθημερινά ήταν σ’ αυτόν τον τύπο. Η μητέρα της συνήθιζε να
υφαίνει στον αργαλειό και αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω στη Λύση όλων
των ειδών πολύτιμα υφάσματα. Μάλιστα μας ανάφερε χαρακτηριστικά ότι
πολλά από τα σχέδια του αργαλειού, που χρησιμοποιούσαν στη Λύση, τα
έμαθαν από Μικρασιάτισσες της Λύσης.
Αναπολώντας τις θύμησές της, όντας ακόμη παιδάκι, οι γάμοι στο χωριό
της κρατούσαν τρεις και τέσσερις μέρες. Το Σάββατο γινόταν το νυφικό
κρεβάτι με μαλλί των προβάτων, οι κουμέρες το έραβαν χωρίς κόμπο για
να μη δεθεί η καρδιά τους όπως πίστευαν, στα σεντόνια έραβαν
σταύρους για να προστατεύουν το ζευγάρι και οι τρεις κουμέρες
χόρευαν το πανέρι με τα σεντόνια. Το ζευγάρι είχε πολλούς
κουμπάρους, τα ονόματά των οποίων γράφονταν στην κορδέλα των
στεφάνων. Η νύφη έπρεπε να «καμαρώνει», να είναι χαμηλοβλεπούσα και
όσο πιο σεμνή γίνεται. Το γλέντι συνεχιζόταν Κυριακή -Δευτέρα και
Τρίτη (συνήθιζαν να προσφέρουν κολοκάσι αυτή την μέρα). Πολλοί για
«ξημέρωμα» (δώρο γάμου) έπαιρναν ένα κιλό σιτάρι ή κριθάρι, μέσα σε
κόσκινο και το ζευγάρι ως αντίδωρο έπρεπε να βάλει μέσα στο κόσκινο
μια γλυσταρκά (γαμήλιο κουλούρι, στολισμένο σαν λευκαρίτικο
κέντημα). Γλυσταρκές έδινα και για το κάλεσμα. Έκανε 100 η νύφη και
100 ο γαμπρός. Σε κάθε τραπέζι υπήρχαν μικρά ποξαμάτια (κουλούρια)
για τους καλεσμένους, όλοι οι καλεσμένοι κάθονταν στα τραπέζια και
περίμεναν για να φάνε όλοι μαζί, μια φορά. Οι άντρες είχαν την
ευκαιρία να χορέψουν και να τραγουδήσουν γι’ αυτήν, που τους άρεσε.
Συχνά έλεγαν τσιαττιστά (ρίμες). Χαρακτηριστικά η κ. Παναγιώτα
θυμάται μια ιστορία ενός νέου, που τον απέτρεπαν να πάρει την κοπέλα
που του άρεσε, γιατί ήταν πτωχή και σε ένα γάμο είπε τ’ ακόλουθο:
«πολλοί είπαν μου αρνήθουν την, να βρεις αρχοντοκόρη, χαρκούνται
(νομίζουν) πως τον έρωτα βρίσκουν τον πα στα όρη, για μένα είναι
άγκυρα που σταματά παπόρι».
Για περισσότερες πληροφορίες, φωτογραφίες ή και δωρεά αντικειμένων
αποταθείτε στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, τηλ. 22432578,
cypriotstudies@gmail.com
Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Χρίστου, Διευθύντρια Μουσείου Λαϊκής
Τέχνης Κύπρου
ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2014
Το
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών έχει
επιλέξει να σας παρουσιάσει ένα μικρό «βρουκάλι», σάρωθρον (Α.Μ.
2467), δωρεά του κυρίου Κώστα Αντωνίου το οποίο κατασκεύασε ειδικά
για το Μουσείο επ’ ευκαιρία του εορτασμού της Διεθνούς Ημέρας
Μουσείων 2014 στις 18 Μαΐου στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.
Το βρουκάλι ή φρουκάλι χρησιμοποιείτο παλαιότερα ευρέως, κυρίως, για
την καθαριότητα των αγροτικών σπιτιών ή ακόμη και της αυλής. Για τις
μάνδρες των ζώων χρησιμοποιούνταν περισσότερο τα σάρωθρα (ή σαρκές).
Ο κύριος Κώστας Αντωνίου από το κατεχόμενο χωριό Μάσαρη έμαθε την
τέχνη της κατασκευής των φρουκαλιών από τους γονείς του και αφού το
χωριό προσφερόταν ως προς το σκοπό αυτό. Τα Μάσαρη βρίσκονται στο
μέσον δύο ποταμών, του Σερράχη και του Οβγού, όπου και ανθούσε η
φύτρωση των σκλινιτζιών στα υγρά και ελώδη εδάφη...''
κλινίτζ'ιν ή σκλοινίτζίν, το. Είναι γένος φυτών που περιλαμβάνει
γύρω στα 200 είδη. Είναι φυτά ποώδη, ετήσια ή και πολυετή, εκ των
οποίων τα περισσότερα αρέσκονται σε υγρά ή και ελώδη εδάφη ακόμη και
υφάλμυρα. Στην Κύπρο υπάρχουν 14 αυτοφυή είδη. Χαρακτηρίζονται από
τα πολλά λεπτά και μακριά στελέχη τους. Όπου αναφύονται, το έδαφος
είναι υγρό ή και λιμνάζον. Το υλικό αυτό χρησιμοποιήθηκε από
αρκετούς Κύπριους τεχνίτες για την κατασκευή ειδών πλεκτικής, όπως
ψάθες, συρίζες (διπλά καλάθια για μεταφορά προϊόντων από ζώα),
ζεμπύλια, ταλάρκα (ταλάρι: μικρό καλάθι) και κυρίως φρουκάλια
(=μικρά σάρωθρα) κλπ. Και τούτο επειδή τα μακριά, κυλινδρικά, λεπτά,
ευλύγιστα αλλά και στερεά στελέχη τους (τα λεγόμενα βούρλα ή
βρούλλα) ήσαν ιδανικά για την πλεκτική αφού πρώτα ξηραίνονταν. Τα
φυτά αυτά ήταν πολύ γνωστά στους αρχαίους Έλληνες, με διάφορες
ονομασίες (σχοίνοι, απ'όπου ίσως σχοινίκι και σκλοινίτζ'ια στο
κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα, ολόσχοινοι, οξύσχοινοι, βρύλα κ.ά. βλ. ΜΚΕ
τ. 19, σελ.34).
Ο παραδοσιακός πολιτισμός της κυπριακής κοινωνίας και πιο
συγκεκριμένα η επαγγελματική πείρα και η ενασχόληση με τις τέχνες,
για παράδειγμα, παραδίδεται από τον ένα τεχνίτη στον άλλο (συχνά από
τον πατέρα στο γιο), και μεταβιβάζεται από τη μια γενιά στην άλλη
ανά τους αιώνες, κυρίως τις περισσότερες φορές, για βιοποριστικούς
λόγους μέσα από τις οικονομικές δύσκολες συνθήκες που βίωνε η Κύπρος
σε διάφορες περιόδους. Ο Κώστας Αντωνίου είναι ένας από τους λίγους
εναπομείναντες τεχνίτες στην κατασκευή βρουκαλιών από σκλινίτζια.
Αν έχετε πρόσθετες πληροφορίες, αποταθείτε στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης
Κύπρου, τηλ. 22432578.
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθέριος Αντωνίου, Μέλος Δ.Σ. Εταιρείας
Κυπριακών Σπουδών
ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ
ΙΟΥΛΙΟΥ
Με
αφορμή τη δυσάρεστη είδηση του θανάτου του Κύπριου καραγκιοζοπαίκτη,
Τάκη (Χρίστου) Γ. Χατζηττοφή (27/11/1927 - 23/06/2014), η Εταιρεία
Κυπριακών Σπουδών και το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης, επέλεξε να
παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα, μία φιγούρα-σύνεργό του (Α.Μ. 3433),
με απεικόνιση του κεντρικού ήρωα του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών,
Καραγκιόζη.
Η φιγούρα (55 εκ. ύψος), δωρεά του καραγκιοζοπαίκτη, έχει
κατασκευασθεί από σκαλιστό χαρτόνι, κατά την περίοδο 2003-4 και
είναι ενδεικτική του ασπρόμαυρου θεάματος, που αγαπούσε να
παρουσιάζει ο καλλιτέχνης. Οι παλαιότερες φιγούρες του Τ.
Χατζηττοφή, σύνεργα του ίδιου και του πατέρα του, φαίνεται πως
χάθηκαν κατά τη λαίλαπα της Εισβολής.
Ο Τ. Χατζηττοφής έζησε αρκετά χρόνια στην παλιά Λευκωσία, κάποια εκ
των οποίων, στο άλλοτε πανδοχείο και σημερινό Χώρο Πολιτισμού,
«Αρχοντικό της οδού Αξιοθέας». Ο παππούς του, Ττοφής, εργαζόταν στα
περιβόλια της Αρχιεπισκοπής, ενώ πατέρας του ήταν ο
καραγκιοζοπαίκτης και λαουτάρης Γιώργος Χατζηττοφής (1900-1965), που
έμαθε την τέχνη του από καραγκιοζοπαίκτες της Ελλάδας. Από τον
πατέρα του διδάχθηκε και ο Τ. Χατζηττοφής την τέχνη του Θεάτρου
Σκιών. Στις παραστάσεις του πατέρα του, ως βοηθός, έστηνε τη σκηνή,
ειδοποιούσε το κοινό περιδιαβαίνοντας με το καμπανέλλο, χόρευε
κάποιες φιγούρες όσο ο πατέρας του έπαιζε λαούτο, ενώ αργότερα,
ζωγράφιζε τις ρεκλάμες και σκάλιζε τις φιγούρες. Ακόμα, δημιούργησε
τις πρώτες έγχρωμες φιγούρες προσθέτοντας χρωματιστά χαρτιά στα
σκαλίσματά τους και κατασκεύασε τις πρώτες σούστες ώστε να γυρίζουν
οι φιγούρες. Συχνά, κατά το διάλειμμα της παράστασης, παρουσίαζε ένα
πρωτότυπο είδος Κουκλοθεάτρου, φορώντας στο σώμα του την κούκλα, σε
συνεργασία με τη Βιολέτα Καταστρόφα και τον θείο του, μετέπειτα
-επίσης- καραγκιοζοπαίκτη, Ανδρέα Ιδαλία (1917-1996).
Αν και επαγγελματίας ξυλουργός, δεν δίστασε να δοκιμάσει (1948) τις
δυνάμεις του ως καραγκιοζοπαίκτης, αρχικά συνεταιριζόμενος με τον Α.
Ιδαλία, ερμηνεύοντας ο ίδιος τους ρόλους των Καραγκιόζη,
μπαρμπα-Γιώργου, κ.ά. Έξι μήνες μετά, όταν το καλλιτεχνικό δίδυμο
αυτονομήθηκε, ο Τ. Χατζηττοφής συνέχισε να παρουσιάζει παραστάσεις
στην Κύπρο, με μια εξάμηνη διακοπή, όπου ζώντας και δουλεύοντας στο
Λονδίνο, διδάχθηκε και την Τέχνη της Μαριονέττας.
Κατά την περίοδο 1948 έως 1960, παρουσίασε μόνος ή με τον πατέρα
του, ανά την Κύπρο, ποικίλα παραδοσιακά έργα του Θεάτρου Σκιών,
όπως: “Ο Μ. Αλέξανδρος και το καταραμένο Φίδι”, “Δημαρχιακές
εκλογές”, “Ο Γάμος του μπαρμπα-Γιώργου”, “Ο Καραγκιόζης υπηρέτης”,
“Ο Καραγκιόζης προφήτης”, “Το στοιχειωμένο δέντρο (και ο Ντα Ντα)”,
“Αθανάσιος Διάκος”, “Κατσαντώνης”, “Χριστιανομάχος”, “Μονομαχία των
δύο φίλων”, “Ο Χορός του Ζαλόγγου”, “Κίτσος και Λαφαζάνης”,
“Γκόλφω”, κ.ά. Επίσης, παρουσίασε και έργα δικής του έμπνευσης,
όπως: “Χρύσω, η ορφανή”, “Ο Νικόλας ο ψαράς”, “Ο Δασονόμος”, “Το
περιστέρι της Ειρήνης”, “Γράμμος και Βίτσι, φλάμπουρο λευτεριάς”.
Ζώντας τα επόμενα σαράντα τρία χρόνια στη Μ. Βρετανία, δεν έπαυσε να
δίνει παραστάσεις Μικροθεάτρου, ονομάζοντας τον μεν θίασο με
φιγούρες του, «Θέατρο Σκιών Τάκης Χατζηττοφής “Ο Καραγκιόζης”», τον
δε θίασο Μαριονέτας του «Κουκλοθέατρο “Η Χαρά”». Μετά τη
συνταξιοδότησή του, επαναπατρίστηκε (2003). Η αποχαιρετιστήριά του
παράσταση (Στρόβολος, 27/08/2004) αποτέλεσε -παραδόξως- εφαλτήριο
της δυναμικής, δεκαετούς επαναδραστηριοποίησής του.
Ανάμεσα στα έργα, που παρουσίασε την τελευταία δεκαετία της ζωής
του, συμπεριλαμβάνονται τα: “Ο Καραγκιόζης προφήτης”, “Ο Μ.
Αλέξανδρος και το καταραμένο Φίδι”, “Τα αινίγματα της Βεζυροπούλας”,
“Ο γάμος του μπαρμπα-Γιώργου”, “Το στοιχειωμένο δέντρο”, “Το μεγάλο
ψέμα”, “Η ιστορία του Καραγκιόζη”, “Ο Καραγκιόζης διαρρήκτης”, “Ο
Καραγκιόζης περιβαλλοντιστής”.
Σημαντικότερες στιγμές της δεύτερης περιόδου δράσης του, οι
παραστάσεις του, στη γκαλερί «Διαχρονική» (2004) και στο μεσαιωνικό
κάστρο της Λάρνακας (εορτασμός Κατακλυσμού 2005, κ.ε.), η παρουσίαση
παραστάσεων -συχνά με επιχορήγηση των Πολιτιστικών Υπηρεσιών- σε όλη
την Κύπρο (λ.χ. Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, σχολικές μονάδες,
κ.λπ.), η γνωριμία του με καραγκιοζοπαίκτες και ερευνητές Ελλάδος,
Κύπρου και εξωτερικού, η συμμετοχή του σε Φεστιβάλ της Ελλάδας
(2006), η δημοσίευση της (αυτό)βιογραφίας του (2004) και του
κειμένου της παράστασής του “Χρύσω, η ορφανή” (2008), η συμμετοχή
του στο Πολιτιστικό Φεστιβάλ του Πανεπιστημίου Κύπρου (2006), ο
εορτασμός των 82 χρόνων του στο «Σκαλί» Αγλαντζιάς (2009), η εγγραφή
του στο Πανελλήνιο Σωματείο Θεάτρου Σκιών (2010), η συνεργασία του
με την Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών (2008) και η δωρεά συνέργων του
(2014), λίγο πριν την προγραμματισμένη τιμητική εκδήλωση, που έμελε
να πραγματοποιηθεί εις μνήμην του.
Επικοινωνία: 0035722432578, www.cypriotstudies.org
Επιμέλεια κειμένου: Ανθή Γ. Χοτζάκογλου, θεατρολόγος
(https://independent.academia.edu/ANTHICHOTZAKOGLOU)
Βιβλιογραφία:
◘ «Τάκης Χατζηττοφής: Ο Καραγκιόζης βρίσκεται στο “είναι” μου»
(συνέντευξη στον Γ. Β. Γεωργίου), εφ. «Χαραυγή» (Λευκωσία)
01/08/2004, 2-3.
◘ Κ. Γ. Γιαγκουλλή, «Τάκης Χατζηττοφής» στο Η τέχνη του
καραγκιοζοπαίκτη στην Κύπρο και τα απομνημονεύματα του Χριστόδουλου
Πάφιου, Λ/σία 1982, 40-1.
◘ Κ. Γ. Γιαγκουλλή, «Τάκης Χατζηττοφής: ένας άγνωστος Κύπριος
καραγκιοζοπαίκτης», The Philips Review Journal (Λ/σία), vol. 2 No 1
(Fall 2004), 67-86.
◘ Α. Γ. Χοτζάκογλου, «“Χρύσω, η ορφανή” των Α. Ιδαλία – Τ.
Χατζηττοφή. Ένα δραματικό ειδύλλιο (1948) του Κυπριακού Θεάτρου
Καραγκιόζη», Κυπριακαί Σπουδαί (Λ/σία) ΞΘ΄ (2005), έκδ. 2008,
193-218, 289-292.
◘ Α. Γ. Χοτζάκογλου, «Η πρώτη επίσκεψη των Σπαθάρηδων στην Κύπρο:
μαρτυρίες Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, κυπριακού Τύπου, Σωτ. &
Ευγ. Σπαθάρη, Κυπρίων καραγκιοζοπαικτών», Ο Καραγκιόζης μας (Αθήνα)
58 (Μάιος 2012), 8-12.
◘ Α. Χοτζάκογλου, «Έφηβος, ετών 87: αποχαιρετώντας τον Κύπριο
καραγκιοζοπαίκτη Τάκη Χατζηττοφή (Λευκωσία 27/11/1927 -
23/06/2014)», Ο Καραγκιόζης μας 82 (Ιούλ.-Αύγ. 2014).
◘ Χρ. Χριστοδούλου, «Σαν το παλιό καλό κρασί», Επί Σκηνής (Λ/σία) 17
(Οκτ.-Νοέ. 2004), 70-73.
◘ Συνεντεύξεις στη γράφουσα, κατά την περίοδο 2004-2014.
Φωτογραφίες:
Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου
ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ ΙΟΥΝΙΟΥ
Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών
παρουσιάζει ως έκθεμα μήνα Ιουνίου μια ελαιογραφία (Α.Τ.107, 50,5 x
60,5 εκ.), η οποία παρουσιάζει τον Εθνομάρτυρα Ματθία Παυλίδη.
O Ματθίας Παυλίδης γεννήθηκε στο χωριό Γύψου, το 1878, και σε ηλικία
17 χρόνων κατέφυγε στα Iεροσόλυμα, όπου εντάχθηκε στην αγιοταφική
αδελφότητα και φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού. Oλοκλήρωσε
τις σπουδές του, το 1903, και ακολούθως, ένα χρόνο αργότερα,
χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και, γύρω στο 1910, ιερομόναχος, οπότε
προχειρίσθηκε αρχιμανδρίτης. Για λόγους που σχετίζονται με την
ταραγμένη εκκλησιαστική και πολιτική κατάσταση της εποχής, τον
Απρίλιο του 1917 εγκατέλειψε τους Αγίους Τόπους και μετέβη στην πόλη
Nιαζλί του νομού Αϊδινίου, όπου εργάστηκε ως ιεροδιδάσκαλος της εκεί
ελληνικής κοινότητας. Στην πόλη αυτή βρήκε μαρτυρικό θάνατο, τον
Ιούνιο του 1919, με ανασκολοπισμό, μετά από φρικτά βασανιστήρια από
Τούρκους ατάκτους, οι οποίοι πραγματοποιούσαν συστηματικές σφαγές σε
βάρος του ελληνικού πληθυσμού, με στόχο την εκδίωξή του από τη Μικρά
Ασία.
Η ελαιογραφία εκτίθεται στο παλαιό αρχιεπισκοπικό μεγάρο, όπου
στεγάζεται η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών. Περισσότερες πληροφορίες
στο τηλ. 22432578, www.cypriotstudies.org
Κ. Κοκκινόφτας, «Αρχιμανδρίτης Ματθίας Παυλίδης (1878-1919)»,
Εκκλησιαστικός Κήρυκας 4(1992) 113-116· Αρ. Κουδουνάρης, Βιογραφικόν
Λεξικόν Κυπρίων 1800-1920, Λευκωσία 2010, σ. 466.
Κείμενο: Κωστής Κοκκινόφτας, Ιστορικός Ερευνητής- Μέλος Εταιρείας
Κυπριακών Σπουδών
__________________________________________________________________________________________
ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ ΜΑΪΟΥ 2014
Το
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών έχει
επιλέξει ως έκθεμα μήνα ένα πανέρι (τσέστο) από την πλούσια συλλογή
του, το οποίο έγινε δωρεά στο Μουσείο το 1940 από τον κ. Δημήτρη
Παρτού (Α.Μ.640). Ο τσέστος, ο οποίος προέρχεται από την Άσκεια
(Άσσια) συνδυάζει στοιχεία από στελέχη σιταριού (ποκαλάμες) και
πολύχρωμα υφάσματα.
Οι τσέστοι (πανέρια) είναι ένα από τα είδη της λαϊκής χειροτεχνίας,
που ήταν πολύ διαδεδομένο σε όλη την Κύπρο. Συνήθως κατασκευάζονταν
από στελέχη σιταριού, φύλλα φοινικιάς και διακοσμούνταν,
συνδυάζοντας βαμμένα καλάμια ή χρωματιστό ύφασμα (Δημητρίου Μ.2002,
166).
Η χρήση τους ήταν διακοσμητική αλλά και χρηστική. Πάνω σ΄ αυτούς
έκοβαν και αποξήραιναν τον φιδέ, τα μακαρόνια, τον τραχανά.
Τοποθετούσαν τα κουλούρια και τις φλαούνες προ και μετά το
φούρνισμα. Μετέφεραν τα κόλλυβα και το πεντάρτι (τέσσερα πρόσφορα
και ένα μεγαλύτερο άρτο) στην εκκλησία. Στους τσέστους τοποθετούσαν
και καθάριζαν από τις πέτρες και τους χαλασμένους σπόρους όλα τα
γεωργικά προϊόντα (τα γεννήματα) που προορίζονταν για τη διατροφή
τους, όπως φάβα (λουβάνα), φασόλια μαυρομάτικα (λουβί), φασόλια,
κουκιά, ρεβίθια, σιτάρι κ.ά. (Καντζηλάρης Γ. 2007, 194-195).
Χρησιμοποιούνταν επίσης ως διακοσμητικό στοιχείο στους τοίχους των
σπιτιών ή στις σουβάντζες, αλλά και ως τραπέζι τα καλοκαίρια,
τοποθετώντας τους πάνω σε σκαμνί (Φωκαϊδη Φ.Ν. 1982, 218).
Ο τσέστος όμως είχε την τιμητική του θέση και στο γάμο. Μετέφεραν
πάνω σ’ αυτόν τα στέφανα των μελλονύμφων στην εκκλησία, το κρασί, το
ψωμί, τα δακτυλίδια των αρραβώνων και τις κουφέτες του γάμου.
Χόρευαν πάνω σ’ αυτούς την παραμονή του γάμου τα μεταξωτά προικιά
της νύφης ή τοποθετούσαν πάνω τους χρήματα ή φαγώσιμα είδη για να
‘πλουμίσουν’ τους βιολάρηδες (μουσικούς).
«Ένας καλός τσέστος προκαλούσε πάντα το θαυμασμό. Τότε οι κάτοχοί
του έβρισκαν την ευκαιρία να επαινέσουν τη νέα που τον είχε
κατασκευάσει και ήταν ένας έμμεσος τρόπος αναφοράς σε προξενιό. Ο
τσέστος ήταν ένα απαραίτητο συμπλήρωμα για την προίκα της νέας
ανεξάρτητα αν αυτή θα παντρευόταν ρεσπιέρη (γεωργό) ή
γραμματιζούμενο (μορφωμένο), έμπορο ή ιερέα». (Καντζηλάρης Γεώργιος
2007, 196).
Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου διασώζει και διατηρεί από το 1937
αντικείμενα από τις κατεχόμενες μας περιοχές και όχι μόνο. Για όσους
θα ήθελαν να δωρίσουν αντικείμενα στο μουσείο, αποταθείτε στο τηλ.
22-432578, www.cypriotstudies.org
Κείμενο: Ελένη Χρίστου, Διευθύντρια Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου
Καντζηλάρης Γεώργιος (2007) Το Καϊμακλί μέσα από το πέρασμα του
χρόνου, Λευκωσία.
Ταουσιάνης Χ. (1988) Το Ριζοκάρπασο στο φακό (Λεύκωμα), Λευκωσία
Φωκαϊδη Φ. Ν. (1982) Λάπηθος : ιστορία και παράδοσις, Λευκωσία:
Δήμος Κερύνειας
Δημητρίου Μ.(2002) Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείο, Λευκωσία:
Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών.
ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Με
την ευκαιρία του μήνα Απρίλη, μήνα κατά τον οποίο επεξεργάζονταν το
μετάξι, το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών
επέλεξε για έκθεμα μήνα το μάγγανο – μεταξειό (Α.Τ. 87, διαστάσεις
161x238x132). Κατά τη διάρκεια του Απρίλη, αλλά και γενικότερα από
τον Μάρτη μέχρι και τον Ιούνη γινόταν η διαδικασία παραγωγής και
κατεργασίας του μεταξιού. Το εν λόγω μεταξειό είναι ένας συνδυασμός
συνέργων για την επεξεργασία του μεταξιού. Αποτελείται από ένα
φούρνο με ενσωματωμένη λεκάνη, το οποίο απολήγει σε ένα χειροκίνητο
κλωστικό εργαλείο (ανεμίδι, δουλάππι).
Στη συνέχεια άπλωναν τα κουκούλια στον ήλιο για να πεθάνουν οι
χρυσαλλίδες πριν προλάβουν να τα τρυπήσουν. Τα τρύπια κουκούλια
αξιοποιούνταν επίσης, κλώθοντας κλωστή, την οποία ονόμαζαν κουκούλι.
Ακολουθούσε ο διαχωρισμός των κουκουλιών, τα οποία θα άφηναν για τον
σπόρο της επόμενης χρονιάς και των κουκουλιών, από τα οποία θα
έβγαζαν το μετάξι. Τα δεύτερα τα έδιναν σε έναν ειδικό τεχνίτη, τον
μεταξά. Στη συνέχεια ο μεταξάς έριχνε σιγά-σιγά ξερά κουκούλια στη
λεκάνη του μεταξειού, όπου υπήρχε ζεστό νερό.
Η διαδικασία παραγωγής μεταξιού ήταν μια περίπλοκη και πολύμηνη
διαδικασία. Κατ’ αρχάς οι σπόροι, οι οποίοι είχαν ήδη φυλαχθεί από
την προηγούμενη χρονιά, τοποθετούνταν στον ήλιο σε σκιερό μέρος για
να βράσουν και να ανοίξουν ή τους έβαζε η νοικοκυρά στο στήθος της.
Το μεγάλωμα του μεταξοσκώληκα ήταν δύσκολη δουλειά και απαιτούσε
προσοχή και γνώση. Η εκτροφή του μεταξοσκώληκα γινόταν σε σκοτεινό
και δροσερό μέρος πάνω σε καλαμωτές (κρεμμασταρκές). Εκεί έμενε ο
μεταξοσκώληκας για πενήντα μέρες περίπου, τρώγοντας φύλλα μουριάς ή
συκιάς, μέχρι που άρχιζε να πλέκει το κουκούλι του. Στην Κύπρο
διακρίνονται κυρίως δυο ποικιλίες κουκουλιών από δυο φυλές
μεταξοσκώληκα, την κίτρινη φυλή απ’ όπου έβγαινε και το κίτρινο
κουκούλι και την άσπρη φυλή απ’ όπου έβγαινε και το άσπρο κουκούλι.
Το μάγγανο, μεταξειό, που εκτίθεται στο μουσείο αποτελείται από μια
ξύλινη ανέμη (το δουλάππι), ένα φούρνο (νηστιά) όπου άναβαν τα ξύλα
για να βράσει το νερό και μια μπρούντζινη λεκάνη (λέενη), η οποία
ήταν τοποθετημένη πάνω στον φούρνο. Ο τρόπος που θα στηνόταν το
μάγγανο, το στήμαν του μεταξειού, έπαιζε ρόλο γιατί συντελούσε στην
ποιότητα, την οποία θα είχε η κλωστή. Η θερμοκρασία του νερού επίσης
έπαιζε σημαντικό ρόλο κι εξαρτιόταν από την κατάσταση των
κουκουλιών. Εάν το νερό δεν ήταν αρκετά ζεστό, η κλωστή δε θα
έβγαινε καλή, αν όμως ήταν πιο ζεστό απ’ όσο χρειαζόταν θα έλιωναν
τα κουκούλια.
Η αναπήνιση του μεταξιού, το ξημετάξωμα, γινόταν με το ξετύλιγμα της
μεταξωτής ίνας (γλίνας), της ίνας δηλαδή που έπλεκε ο μεταξοσκώληκας
γύρω από το
σώμα του για να κάνει το κουκούλι του. Καθώς μαλάκωναν τα κουκούλια
και ξεχώριζαν οι ίνες τους, ο μεταξάς τις τραβούσε με τη μαλακή
βέργα και τις τύλιγε στην αγκιστρωτή της άκρη (2.15). Εδώ φαινόταν
και η τέχνη του μεταξά, καθώς από το κλώσιμο του μεταξιού αυτό
έπρεπε να βγει στρογγυλό και ομοιόμορφο. Η κλωστή προτού τυλιχθεί
στο ανεμίδι – δουλάππι (2.5) έπρεπε να περάσει από το δαχτυλίδι του
προσώπου (2.2) και τα καρούλια της κατάστασης (2.3). Οι κλωστές
τυλίγονταν σε θηλιές με τη βοήθεια μιας οριζόντιας σανίδας, - του
δκιαζυδκιού (2.8) η οποία κινείται με την περιστροφή της ανέμης μέσω
ενός σχοινιού, της κόρτας (2.10). Το πλάτος της κάθε θηλιάς
κανονιζόταν από ένα ξυλαράκι (2.13) πάνω στο μύλο (2.11). Μια
γυναίκα γύριζε το ανεμίδι και ο μεταξάς τύλιγε το μετάξι σε δέσμη.
Το νερό της λεκάνης αλλαζόταν συχνά και μαζεύονταν οι πεθαμένες
κάμπιες από το μεταξά για να βγαίνει καθαρό το μετάξι. Το πάχος του
μεταξιού διέφερε ανάλογα με τις ίνες του· όσο πιο λεπτό το ήθελαν,
τόσο γρηγορότερα γύριζε το ανεμίδι. Το χρώμα και η ποιότητα του
μεταξιού διέφερε από περιοχή σε περιοχή. Για παράδειγμα το μετάξι
της Πάφου ήταν κίτρινο και χοντρό και γι’ αυτό και 10% ακριβότερο
από το άσπρο μετάξι του Βαρωσιού και του Καρπασιού που ήταν
λεπτότερο και κατώτερης ποιότητας.
Για περισσότερες πληροφορίες όπως αποταθείτε στο τηλ. 22 432578, τηλ/τυπο.
22- 343439, ηλ. ταχυδρομείο. cypriotstudies@gmail.com.
Επιμέλεια Κειμένου: Θέκλα Γιαννίτσαρου, Μέλος της Εταιρείας
Κυπριακών Σπουδών
Βιβλιογραφία:
Γιαννούκος Σ., «Η Καλλιέργεια του Μεταξοσκώληκα στα Κοκκινοχώρια»,
Λαογραφική Κύπρος, ΙΖ’ (37), Γενάρης – Δεκέμβρης 1957, 83-64.
Μαυροκορδάτος Γ., «Λαογραφικά Δικώμου», Λαογραφική Κύπρος, Θ’ (26),
Μάης – Αύγουστος 1979, 61-64.
Παπαδημητρίου Ε., Η Μεταξουργία στην Κύπρο, Πολιτιστικό Κέντρο
Λαϊκής Τράπεζας, Λευκωσία 1995.
-----------------
Εικόνα 1. Από το φωτογραφικό αρχείο του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης
Εικόνα 2. Παπαδημητρίου Ε., Η Μεταξουργία στην Κύπρο, Πολιτιστικό
Κέντρο Λαϊκής Τράπεζας, Λευκωσία 1995, σ. 68.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ ΜΑΡΤΙΟΥ 2014
Η
Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών και το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου έχει
επιλέξει να παρουσιάσει, ως έκθεμα του μηνός Μαρτίου, ένα αθηενίτικο
κέντημα “βενίς πιττωτό” (ΑΜ 3377, διαστάσεις 24,5 x 23,5 εκ.). Με
τον όρο “βενίς” εννοούμε ένα είδος δαντέλας και με τον όρο “πιττωτό”
τα γεωμετρικά σχέδια που σχηματίζει. Πρόκειται για ένα κέντημα το
οποίο κατασκευάσθηκε πρόσφατα από την κ. Μαρούλλα Κώστα Πάρπα,
καταγόμενη από την Αθηένου. Δωρήθηκε στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης τον
Ιανουάριο του 2014 από την κ. Πάρπα, με την ελπίδα να γίνει ευρύτερα
γνωστό, τόσο στους παλαιότερους, αλλά κυρίως στους νεότερους, το
Αθηενίτικο κέντημα και το χαρακτηριστικό αυτό είδος κεντητικής.
Όπως περιέγραψε η ίδια η κ. Πάρπα σε συνέντευξή της σε μέλος της
Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, το συγκεκριμένο κέντημα φέρει ένα από
τρία είδη σχεδίων του “πιττωτoύ”, που αναπτύχθηκε στην Αθηένου, το
“γυριστό”. Το έργο είναι κατασκευασμένο από λινό ύφασμα, πάνω στο
οποίο έγινε το σχέδιο από βαμβακερή κλωστή. Αρχικά, το λινό ύφασμα
τοποθετήθηκε επάνω σε ένα βοηθητικό σκληρό μαξιλαράκι και, αφού
τεντώθηκε καλά, στερεώθηκε γύρω γύρω με καρφίτσες. Στη συνέχεια
έγινε περιμετρικά του υφάσματος το μονό γαζί, δύο εκατοστά πιο μέσα
από το σημείο των καρφίτσων. Το μονό γαζί πλέχθηκε
σε δύο σειρές, αποστάσεως έξι περίπου εκατοστών η μια από την άλλη.
Ακολούθως, αφαιρέθηκαν ορισμένες κλωστές για να γίνει το διπλό γαζί,
όπου θα πλαισίωνε το μοτίβο. Το ύφασμα στη μια γωνιά κόπηκε τρεις με
τέσσερις κλωστές πιο μέσα από το διπλό γαζί, δημιουργώντας ένα
τριγωνικό κενό, στο οποίο η κεντήτρια έπλεξε το φυτικό μοτίβο,
γνωστό ως γυριστό “πιττωτό”. Το σχέδιο αποτελείται από ένα ολόκληρο
άνθος στη μία άκρη του τριγώνου και δύο μισά στις δύο άλλες. Τα κενά
μεταξύ των λουλουδιών καλύφθηκαν με φυτικά σχέδια. Στο τέλος, αφού
αφαιρέθηκε το επιπλέον ύφασμα, ακολούθησε το πλέξιμο των ξεφτιών του
υφάσματος (τσίμπι) και το στόλισμα των ακρών σε σχήμα καμάρων (καμαρούι).
Στο Αθηενίτικο κέντημα τα μοτίβα, που δημιουργούνται, είναι κυρίως
γεωμετρικά και φυτικά και προσομοιάζουν σε φύλλα σε ποικίλες
διατάξεις. Στην Αθηένου, εκτός από το γυριστό μοτίβο, αναπτύχθηκε το
“ιταρωτό” και το “φοινικωτό”. Τα κεντήματα αυτά αποκαλούνται μέχρι
και σήμερα “πιττωτά”, λόγω της δημιουργίας των πυκνών τριγωνικών
σχημάτων (πίττων) που γίνονταν με το πλέξιμο της κλωστής. Επίσης,
επειδή θυμίζουν αντίστοιχα ιταλικά πρότυπα (Punto Reticello),
επικράτησε έως και σήμερα να λέγονται “βενίς”. Εκτός από την Αθηένου,
η τεχνική αυτή επικράτησε και σε άλλα μέρη της Κύπρου όπως στην Ορά,
Λάγεια, Μελίνη, Κάτω Δρυ και στη Λάρνακα.
Αν και δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για την καταγωγή του
Αθηενίτικου κεντήματος, αυτό φαίνεται ότι έχει τις ρίζες του στα
πολύ παλιά χρόνια. Τα κεντήματα, που κατασκευάζονταν, πωλούνταν από
τους εμπόρους τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό και
αποτελούσαν ένα συμπληρωματικό εισόδημα για το Αθηενίτικο σπίτι. Με
το αθηενίτικο κέντημα φτιάχνονται ποικίλα έργα, όπως τραπεζομάντιλα,
σεμέν, δισκόρουχα, μαντηλάκια και καδράκια. Δυστυχώς, σήμερα όλο και
πιο λίγες γυναίκες, εκ των οποίων οι περισσότερες είναι ηλικιωμένες,
ασχολούνται με το αθηενίτικο κέντημα, με αποτέλεσμα το μέλλον του
ιδιαίτερου αυτού είδους κεντητικής να είναι αβέβαιο. Σε μια ύστατη
προσπάθεια διατήρησης του αθηενίτικου κεντήματος ο Δήμος Αθηένου σε
συνεργασία με το Υπουργείο Γεωργίας προσφέρει επιμορφωτικά μαθήματα
εκμάθησής του.
Στόχος του Μουσείου μας είναι να συλλέξει περισσότερες πληροφορίες
για το αθηενίτικο κέντημα. Αν έχετε πληροφορίες παρακαλούμε όπως
αποταθείτε στο τηλ. 22 432578, τηλ/τυπο 22- 343439,
cypriotstudies@gmail.com.
Επιμέλεια Κειμένου: Kωνσταντίνα Χατζηβασίλη, Μέλος της Εταιρείας
Κυπριακών Σπουδών
Πιερίδη Α., Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη, εκδ. Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών,
Λευκωσία 1991.
Παπαδημητρίου Ε., Η λαϊκή τέχνη στην Κύπρο. Μουσείο Λαϊκής Τέχνης
Κύπρου - Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία 1996.
Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, Συνέντευξη κ. Μαρούλλας Πάρπα,
Αθηένου 17 Φεβρουαρίου 2014.
ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
2014
Η
Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών επέλεξε να παρουσιάσει ωs έκθεμα του
μηνός Φεβρουαρίου μία αποξηραμένη κολοκύθα («κολότζι») του 19ου
αιώνος (Α.Μ. 577, προερχόμενη από την κατεχόμενη Ακανθού. Δωρήθηκε
στο Μουσείο υπό του κ. Δωροθέου Ιεροδιακόνου τον Αύγουστο του 1951.
Φέρει πλούσια, εγχάρακτη διακόσμηση από φυτικό και γεωμετρικό
διάκοσμο τόσο στο λαιμό, όσο και στη σφαιρική γάστρα του. Η
επιφάνεια της γάστρας διακοσμείται με διάφορα ζώα (άλογο, γάτα,
ψάρι, γουρούνι και πτηνά). Ανάμεσα στα ζώα απεικονίζεται μια
γυναικεία εστεμμένη μορφή, ενώ σώζεται εγχάρακτη η χρονολογία
«1894». Ο λαιμός φέρει διακόσμηση από ποικίλα πτηνά καθισμένα σε
φυτά. Οι παραστάσεις των φυτών, εναλάσσονται με διάφορα ζώα. Το
υπόλοιπο μέρος του κολοτζιού διακοσμείται με ζώνες από ρόμβους και
τρίγωνα. Κύρια χρήση της κολοκύθας αυτής, ήταν η φύλαξη της
πυρίτιδας κυνηγού, δικαιολογώντας έτσι το μικρό του μέγεθος (υ.
16εκ.), αλλά και τη ζωική διακόσμηση.
Στην Κύπρο η κολοκύθα χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό ή χρηστικό
αντικείμενο, αλλά αποτελεί και είδος φαγητού. Για να μπορέσει να
χρησιμοποιηθεί ως διακοσμητικό ή χρηστικό αντικείμενο έπρεπε να
περάσει από διάφορα στάδια προετοιμασίας. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν
να στεγνώσει πρώτα καλά και να πάρει ένα κίτρινο-καφέ χρώμα. Όσον
αφορά στη χρήση του «κολοτζιού», αυτό εξαρτιόταν από το σχήμα, το
οποίο είχε. Χρησιμοποιείτο ως θήκη για τα μαχαιροπίρουνα στο σπίτι,
ως ταΐστρα για τα πουλιά, ως θήκη για τη φύλαξη της πυρίτιδας, αλλά
και ως μουσικό όργανο (ταμπουράς). Επίσης ο γεωργός και ο βοσκός το
γέμιζαν με νερό και το μετέφεραν μέσα στη βούρκα τους για τις
ανάγκες της ημέρας. Μερικές φορές έκοβαν το πάνω μισό μέρος και το
γέμιζαν με ελιές. Το «κολότζι» αυτό ήταν γνωστό σαν «κολοκολιός».
Στις περιπτώσεις, όπου το «κολότζι» προοριζόταν ως δοχείο για υγρά
(νερό, κρασί) ή ποτήρι, το έκοβαν από τη μέση και ακολουθούσαν μια
διαδικασία καθαρισμού. Για να αδειάσει από τους σπόρους του,
τοποθετούσαν μέσα σ’ αυτό κομμάτια από γυαλί ή αγκαθωτές πέτρες και
καθώς κουνούσαν την κολοκύθα, έπεφταν οι σπόροι. Στη συνέχεια, για
να γίνει ομαλή η εσωτερική επιφάνεια, έχυναν μέσα πίσσα από τα
πεύκα, η οποία στεγανοποιούσε το κολότζι, κάνοντάς το πιο ανθεκτικό.
Μετά από την όλη διαδικασία, η κολοκύθα ήταν έτοιμη να διακοσμηθεί.
Τα «κολότζια» φημίζονται για την ιδιαίτερη, σκαλιστή τους
διακόσμηση. Πλούσια και συνάμα ενδιαφέρουσα θεματολογία από σκηνές
της καθημερινής ζωής, της ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας, ζώα και
ανθρώπινες μορφές, κοσμούν την επιφάνεια του «κολοτζιού».
Αξιομνημόνευτη είναι η γεωμετρική διακόσμηση, που φέρουν αρκετές
κολοκύθες, οι οποίες μιμούνται αντίστοιχες διακοσμήσεις γεωμετρικών
αγγείων. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός, πως οι χαράκτες των κολοκύθων
διακοσμώντας τις επιφάνειες, συνέχιζαν ασυνείδητα μία αρχέγονη
παράδοση, η οποία καταδεικνύει τη συνέχεια της αρχαιοελληνικής
ζωγραφικής μέσῳ της λαϊκής τέχνης.
Ως προς την τεχνική, επιλέγονταν οι άγουρες κολοκύθες για
διακόσμηση, καθώς ήταν πιο εύκολες στη χάραξη. Η διακόσμηση γινόταν
με αιχμηρό μαχαίρι, καρφί ή βελόνι. Έπειτα ο χαράκτης επάλειφε με
μείγμα από στάχτη και λάδι ή μαύρες ελιές όλη την επιφάνεια της
κολοκύθας για να τονισθεί έτσι με μαύρο χρώμα το εγχάρακτο σχέδιο.
Το συγκεκριμένο έκθεμα εκτίθεται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου
μαζί με μια μεγάλη συλλογή παρόμοιων κολοκύθων.
Για περισσότερες πληροφορίες αποταθείτε στο τηλ. 22432578 και στην
ιστοσελίδα μας www.cypriotstudies.org.
Κείμενο - Επιμέλεια: Δήμητρα Δημητρίου, Μέλος των Φίλων του Μουσείου
Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, δρ Χαράλαμπος Γ. Χοτζάκογλου, Πρόεδρος Δ.Σ.
Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών.
Βιβλιογραφία:
Ελ. Παπαδημητρίου, Λαϊκή ζωγραφική, εγχάραξη και γλυπτική, Λευκωσία
2010.
Ελ. Παπαδημητρίου, Η τέχνη του ξύλου στην Κύπρο, Λευκωσία 2003.
Ελ. Παπαδημητρίου, Η λαϊκή τέχνη της Κύπρου. Μουσείο Λαϊκής Τέχνης
Κύπρου- Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία 1996.
ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014
Με την ευκαιρία των εορτασμών των Θεοφανείων η Εταιρεία Κυπριακών
Σπουδών επέλεξε να σας παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα ένα πολύτιμο
δοχείο για «χόλιασμα», το οποίο έγινε δωρεά στο Μουσείο Λαϊκής
Τέχνης Κύπρου, στις 12 Ιανουαρίου 1951 από τον Ν. Αλούπα και φέρει
αριθμό μητρώου 476. Πρόκειται για ασημένιο φιαλόσχημο δοχείο, ύψους
5,4 εκ. που αποτελείται από δυο κομμάτια: τη φιάλη και το στέλεχος,
στο οποίο τοποθετούσαν την αιθάλη που χρησιμοποιούσαν στα μάτια.
Φαίνεται ότι έχει χρησιμοποιηθεί από την ιδιοκτήτρια, αφού φέρει
ίχνη «χολλάς», επομένως ήταν χρηστικό, και όχι απλά διακοσμητικό
αντικείμενο, αν και κατασκευασμένο από ασήμι.
Το έκθεμά αυτό μάς μεταφέρει σ’ ένα παλαιότερο έθιμο της Κύπρου μας,
το λεγόμενο «χόλιασμα». Κατά το έθιμο αυτό η οικοδέσποινα βάφτιζε
μερικά κεριά στον αγιασμό των Φώτων. Τα κεριά αυτά, τα οποία άναβαν
με το εξαγιασμένο φως της εκκλησίας, σχημάτιζαν αιθάλη, την λεγόμενη
«χολλά». Την «χολλά», λοιπόν, την συνέλεγαν νεαρές κοπέλλες στις «χολιαστήρες»,
κυλινδρικά δηλαδή δοχεία, τα όποια ήταν συνήθως κατασκευασμένα από
καλάμι. Κατά την ημέρα των «Φώτων», οι γυναίκες συνήθιζαν να
«χολιάζονται», δηλαδή να βάφουν τις βλεφαρίδες τους με τη μαύρη
αιθάλη ή «χολλά». Ακόμα και σήμερα σε κυπριακό τραγούδι αναφέρεται
«Πας τα μαύρα σου τα μάθκια μεν την βάλεις την χολλά γιατί έχουσιν
δικήν τους και η ξένη εν κολλά».
Το χόλιασμα γινόταν επίσης και σε άλλες γιορτές. Μία από αυτές,
είναι η «Λαμπρή», το Πάσχα, όπως μαρτυρείται και στο σχετικό
τραγούδι: «Θεέ μου να ‘ρτουν οι Λαμπρές να κρεμαστούν οι σούσες τζαι
να γεμώσουν τα στενά ούλον μαυρομματούσες». Κατά τη μέρα της
Ανάστασης, λοιπόν, οι κοπέλες φορούσαν εντυπωσιακή ενδυμασία, χρυσά
κοσμήματα και έβαφαν τα μάτια τους με «χολλά», την οποίαν είχαν ήδη
ετοιμάσει από την ημέρα των Φώτων και φυλαγόταν στο εν λόγω δοχείο.
Επιπλέον οι μητέρες συνήθιζαν να «χολιάζουν» τα μάτια των
νεογέννητών τους, με την «χολλά» που είχε φυλαχθεί από την ημέρα των
Φώτων. Άλλη γιορτή κατά την οποία φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν την «χολλά»
ήταν στη γιορτή της Παναγίας της Κατωκοπιάς στον Αστρομερίτη, όπου
οι νέοι έπαιρναν με κερί «χολλά» από «χολιαστήρα» της εκκλησίας και
έβαζαν στα φρύδια τους για αγιαστικό σκοπό.
Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης μας θυμίζει αυτό το ξεχασμένο έθιμο με το
«δοχείο χολιάσματος» που εκτίθεται στο μουσείο, το οποίο ήταν είδος
πολυτελείας, κι ανήκε σε πλούσια οικογένεια, αφού είναι
κατασκευασμένο από ασήμι, και όχι από καλάμι όπως ήταν και το
συνηθέστερο.
Όσοι έχετε περισσότερες πληροφορίες για το έθιμο αυτό μπορείτε να
αποταθείτε στο Μουσείο στο τηλ. 22432578, και στο ηλεκτρονικό μας
ταχυδρομείο.
cypriotstudies@gmail.com.
Επιμέλεια κειμένου: Θέκλα Γιαννίτσαρου, μέλος της Εταιρείας
Κυπριακών Σπουδών
Βιβλιογραφία
Γ. Χ. Παπαχαραλάμπους, Κυπριακά Ήθη και Έθιμα (Δημοσιεύματα
Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών 3), Λευκωσία 1965.
Επικοινωνία:
Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών/Μουσείο
Λαϊκής Τέχνης Κύπρου,
Τ.Θ. 21436, 1508, Λευκωσία, Κύπρος,
Τηλέφωνο: 00 357 22432578, Τηλ/τυπο:
00 357 22 343439,
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο:
cypriotstudies@gmail.com |
|