Αρχική σελίδα        

 Εταιρεία

 Μουσείο Λ.Τ.Κ.          

 - Οι Συλλογές   

  -Ψηφιακή Συλλογή      

 -Έκθεμα Μήνα

-Νέα Αποκτήματα

 - Φίλοι Μουσείου

 - Εθελοντισμός

-Πωλητήριο

-Εργαστήρια

-Διεθνής Ήμέρα Μουσείων

-Δελτία Τύπου  

 Συνέδρια

 Εκδηλώσεις

 Εκδόσεις

 Τοποθεσία

Ώρες Λειτουργίας 

Επικοινωνία

 

 

ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ

 

 2021  2020  2019 2018 2017 2016  2015  2014   2013   2012     2011    2010   2009



ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ 2021

 


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ   ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ  ΜΑΡΤΙΟΣ  ΑΠΡΙΛΙΟΣ  ΜΑΙΟΣ  ΙΟΥΝΙΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ  ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ  ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ

 

 

Έκθεμα Μήνα Δεκεμβρίου 2023

kentima

 

 

 

 

 

 

 Για τον μήνα Δεκέμβριο η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει ως έκθεμα του μηνός ένα εργόχειρο, από τη συλλογή του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου (Α.Μ. 4272).

 

Το συγκεκριμένο εργόχειρο με το κεντημένο επιφώνημα "Ωσαννά" και με θέμα την γέννηση του Χριστού, χειροτεχνήθηκε από την κυρία Ανδρούλα Περεντού γύρω στο 1986. Η ιδέα πάρθηκε από παλαιές παραστάσεις της θείας γέννησης. Πρόκειται για υφαντό κυπριακής παραδοσιακής κουρτίνας σε συνδυασμό με κέντημα από χρυσοκλωστή όπως και άλλες έγχρωμες κλωστές ελαφρών τόνων, για να δίνουν έμφαση στην αγνότητα του θείου βρέφους. Η όλη σύνθεση είναι κεντημένη σε βαμβακερό, καστανόχρωμο ύφασμα.

Η κεντητική είναι μια πλούσια και αρχέγονη παράδοση τόσο στην Κύπρο, όσο σε ολόκληρο τον Ελληνισμό. Παλιότερα ήταν μια ασχολία που ξεκινούσαν να τη μαθαίνουν τα κορίτσια σε πολύ μικρή ηλικία, αφού η ετοιμασία μιας πλούσιας προίκας ήταν βασική τους μέριμνα.

Με έντονες αναμνήσεις από τη βυζαντινή περίοδο και τις δυτικές δημιουργίες, αλλά προσαρμοσμένη στην παράδοση του τόπου και τη φαντασία τής κάθε κεντήτριας, αφομοιώθηκε πλήρως από τις γυναίκες του νησιού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία καινούργιων σχεδίων και συνδυασμών.

Οι αρχαιότερες παραστάσεις κεντημάτων στην Κύπρο παρατηρούνται σε μεσαιωνικές τοιχογραφίες του 15ου αιώνα, των εκκλησιών της Κύπρου, για τη διακόσμηση καλυπτρών κεφαλής και γυναικείων πέπλων κτητόρων. Αρχικά τα πιο διαδεδομένα χρώματα ήταν το ερυθρό, βαμμένο με ριζάρι και το κυανό βαμμένο με λουλάκι. Με την εισαγωγή των πρώτων κλωστών, τα κεντήματα έγιναν πολύχρωμα με επικρατέστερα χρώματα το πράσινο, το πορτοκαλί, το ερυθρό και το κυανό.

Επιμέλεια κειμένου: Αργυρώ Ζάχου, επιμελήτρια Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.

 

Πηγές–βιβλιογραφία:
Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.

Προφορική μαρτυρία Ανδρούλας Περεντού προς την κόρη της Μαρία Κωνσταντινίδου (Δεκέμβριος 2023).

Ελένη Παπαδημητρίου, Η Λαϊκή Τέχνη στην Κύπρο, Λευκωσία 1996.

Μαργαρίτα Δημητρίου, θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείου Κύπρου, Λευκωσία 2002.

 

 

Έκθεμα μήνα Νοεμβρίου 2023

                                λικνα

 

Για τον μήνα Νοέμβριο η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει ως έκθεμα του μηνός  ένα ξύλινο λίκνο, από τη συλλογή του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου (Α.Μ. 6442).

            Το συγκεκριμένο έκθεμα δωρήθηκε στο Μουσείο από τη Μαρία-Ανθή Πέτσα -Σαββίδου το 2023 και είχε αγορασθεί στη Λευκωσία το 1979, όταν γεννήθηκε ο γιος της, Παναγιώτης Σαββίδης. Το λίκνο καλύφθηκε από τη γιαγιά Κατίνα Πέτσα με λεπτό, διάφανο ύφασμα (κυπρ. «σκλουβέρι») και στρώθηκε με υφασμάτινο σεντονάκι, χειροποίητο, πλεκτό γαλάζιο σκέπασμα και μαλακό ύφασμα για την προστασία του βρέφους, περιμετρικά του κρεβατιού.

               Το λίκνο (κυπρ. «σούσα») είναι συνυφασμένο με το νανούρισμα της μάνας, που στημένη πάνω από το μωρό  εκπέμπει γύρω της τη ζεστασιά και την αγάπη της με τα νανουρίσματα, τα οποία με επιμέρους παραλλαγές εντοπίζονται κοινά σε ολόκληρο τον Ελληνισμό.

 λικνο

΄΄Νάννι, νάννι το γυιούδιν μου και το παλληκαρούιν μου .

Κοιμήσου, γυιούδιν μ ακριβό κι έχω να σου χαρίσω

Την Αλεξάντραν ζάχαριν και το Μισίριν ρύζιν….΄΄

 

Οι χωρικοί παλαιότερα κατασκεύαζαν τις κούνιες των παιδιών με ξύλα και με τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε να μπορούν να τις κρεμούν και δίπλα στο κρεβάτι τους, δεμένες με σχοινί, από τα δοκάρια της στέγης. Έφτιαχναν επίσης και πιο πρόχειρες κούνιες από δερμάτινους ασκούς, που τους κρεμούσαν με το μωρό στα δέντρα, όταν πήγαιναν στα αμπέλια ή σε άλλες αγροτικές εργασίες.

 

Επιμέλεια κειμένου: Αργυρώ Ζάχου, επιμελήτρια Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.

Πηγές –βιβλιογραφία:
Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.

Προφορική μαρτυρία Μαρίας-Ανθής Σαββίδου (Νοέμβριος 2023)

Αθ. Ταρσούλη, Κύπρος, Αθήναι 1963.

Α. Passow, Τραγούδια ρωμαΐικα. Popularia carmina Graeciae recentioris, Lipsiae 1860, 281.

 

 

 

Έκθεμα μήνα Ιανουαρίου 2021

 

 πορπη porpi

Το έκθεμα που έχει επιλέξει το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου να σας παρουσιάσει για τον μήνα Ιανουαρίου είναι μια ασημένια πόρπη ζώνης με επισμαλτωμένο διάκοσμο (ΑΜ 2209 12X5 εκ.), η οποία χρονολογικά ανήκει στον 19ο αιώνα. Δωρήθηκε στο μουσείο στις 29.01.1973 από την κυρία Πόπη Τιγγιρίδου-Boisadan.

Η επιφάνεια της πόρπης είναι διακοσμημένη με την τεχνική του περίκλειστου σμαλτώματος (cloisonnéé). Σύμφωνα με αυτή την τεχνική στην επιφάνεια του κοσμήματος τοποθετούνται σύρματα, τα οποία οριοθετούν τα ξεχωριστά τμήματα. Μέσα σε αυτά τα χωρίσματα τοποθετείται το σμάλτο – η σκόνη δηλαδή χρωματιστού γυαλιού - και ψήνεται στο φούρνο μέχρι να σταθεροποιηθεί. Με την χρήση των συρμάτων εμποδίζεται η διάχυση του ενός χρώματος στο άλλο. Στα βυζαντινά χρόνια ήταν ευρέως γνωστή και είχε την ονομασία κυψελωτό ή περίκλειστο σμάλτο.

Δείγματα αργυροχρυσοχοΐας έχουν εντοπισθεί στο νησί της Κύπρου από την Αρχαιότητα. Πιο συγκεκριμένα, το 1952 στο χωριό Κουκλιά βρέθηκαν έξι χάλκινα δακτυλίδια, που είχαν επικάλυψη σμάλτου αντίστοιχης τεχνικής και τα οποία ανάγονται στη μυκηναϊκή περίοδο, κατά την οποία χρησιμοποιούνταν πολύτιμα μέταλλα για τα κοσμήματα. Με την πάροδο των χρόνων, υπήρξαν αρκετές ανατολικές επιρροές, κατά τα κλασσικά και ελληνιστικά χρόνια. Η τέχνη της λαϊκής αργυροχοΐας ήκμασε κατά τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα.

Αξίζει να αναφερθεί ότι η πόρπη ξεκίνησε ως κόσμημα –αγκράφα ζώνης- της ελληνικής γυναικείας παραδοσιακής φορεσιάς και αρκετές φορές ήταν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένη από μεταλλικά στοιχεία. Στις υφασμάτινες ή δερμάτινες ζώνες που χρησιμοποιούνταν ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα, καθώς ένωνε τα δύο άκρα. Πάνω στην ζώνη στερεώνονταν είτε με την χρήση δύο περονών, είτε ράβονταν απευθείας πάνω σ’ αυτή. Από τον 16ο έως και τον 19ο αιώνα οι πόρπες απαρτίζουν την πλειονότητα των κοσμημάτων που έχουν βρεθεί. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να ερμηνευθεί, επειδή αποτελούσαν ένα μέρος καθημερινής ενδυμασίας. Εκτός από τις κοσμικές πόρπες υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν και οι εκκλησιαστικές πόρπες.

Βιβλιογραφία

Μ. Δημητρίου, Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείου Κύπρου. Λευκωσία: Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, 2002.

Ε. Ριζοπούλου – Ηγουμενίδου, Η Εθνογραφική Συλλογή του Ομίλου Λαϊκής Τέχνης. Λευκωσία: Πολιτιστικό Κέντρο Ομίλου Τέχνης, 2006. 

Επιμέλεια κειμένου Χρύσα Αθανασίου


Έκθεμα μήνα Φεβρουαρίου 2021

 

Το  Μουσείο Λαϊκής Τέχνης  Κύπρου για τον μήνα Φεβρουάριο έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει  από τη Συλλογή της Αργυροχρυσοχοΐας τις  λίμες ή αλλιώς τα ρινιά (Α.Μ. 795), δηλαδή τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται, για να λειανθούν οι ανώμαλες επιφάνειες που προκύπτουν κατά τις διάφορες εργασίες, όπως μετά το κόψιμο μετάλλου ή κεριού (σεγάρισμα). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ίδιες λίμες μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο για τα πολύτιμα μέταλλα, όσο και για τα σκληρά κεριά.

Οι λίμες είναι μεταλλικές ράβδοι, οι οποίες πάνω τους έχουν χαραγμένα πολλά δόντια. Τα δόντια σε όλες τις λίμες έχουν κατεύθυνση προς τα επάνω και μακριά από τη λαβή, γιατί η φορά του λιμαρίσματος ξεκινάει πάντοτε από κάτω προς τα επάνω. Στην άκρη συνήθως τοποθετούνται ξύλινες ή πλαστικές λαβές ώστε να είναι πιο εύχρηστες.

 

Υπάρχουν πολλά σχήματα λιμών και η ταξινόμηση τους γίνεται ανάλογα με το πόσο χονδρές ή λεπτές είναι. Ρινιά ή ποντικοουρές ονομάζονται οι πολύ μικρές λίμες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για τις πιο λεπτές εργασίες. Τα σχήματα που χρησιμοποιούνται περισσότερο είναι το ημιόλιο, το επίπεδο, το τετράγωνο, το στρογγυλό και το τρίγωνο.

Εκτός από τις λίμες, για την διαδικασία του γυαλίσματος χρησιμοποιούνται και τα γυαλόχαρτα, αλλά δεν ανήκουν στην κατηγορία των λιμών.

 Επιμέλεια κειμένου: Αθανασίου Χρύσα


Έκθεμα μήνα Μαρτίου 2021 

H ναυμαχία του Ναυαρίνου (ΠΣ 728)
50,3
x69,5 εκ.
Δωρεά Μαίρης Σταύρου

Μουσείο Λαϊκής Τέχνης

© Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών

Το έκθεμα που έχει επιλέξει το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου να σας παρουσιάσει για τον μήνα Μάρτιο είναι ένας δίσκος με αναπαράσταση από τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (ΠΣ 728). Δωρήθηκε στο Μουσείο τον Δεκέμβριο του 2020 και αποτελεί δωρεά της κυρίας Μαίρης Σταύρου, συζύγου του Πάτροκλου Σταύρου († 2014). Το έργο είναι ανυπόγραφο και δεν έχει ταυτισθεί ο καλλιτέχνης.

Πρόκειται για ξύλινο δίσκο σερβιρίσματος, διαστάσεων 50,3x69,5 εκ., ο  οποίος περιμετρικά φέρει ένα φαρδύ, μαύρο, έξω νεύων περίγραμμα, στο οποίο εγγράφεται διπλό, χρυσό πλαίσιο, διακοσμημένο με γεωμετρικά και σχηματοποιημένα φυτικά κοσμήματα αντιστοίχως. Στη βάση απεικονίζεται η κεντρική παράσταση με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, η οποία εκτυλίχθηκε τον Οκτώβριο του 1827. Συγκεκριμένα, εικονίζονται πέντε ιστιοφόρα, πολεμικά πλοία με σημαίες Γαλλίας και Αγγλίας, να πλέουν στα ανοικτά του ομώνυμου κόλπου.

Η ήττα των οθωμανικών στρατευμάτων στη ναυμαχία του Ναυαρίνου αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την εφαρμογή της Συνθήκης του Λονδίνου (1827) αποσκοπώντας στη δημιουργία και αυτονομία ενός ελληνικού κράτους και την απόσυρση του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο, ο οποίος απειλούσε πλέον σοβαρά τη συνέχιση της ελληνικής Επανάστασης. Το στρατιωτικό αυτό γεγονός αποτυπώθηκε σε πληθώρα χαρακτικών, πινάκων ζωγραφικής και εν γένει έργων τέχνης και αποτέλεσε το θέμα ακόμη και θεατρικών έργων.

 Επιμέλεια κειμένου: Ψηλομέσης Χρήστος, Χοτζάκογλου Χαράλαμπος 


 

Έκθεμα μήνα Απριλίου 2021  

Ξυλόγλυπτο επίχρυσο τεμάχιο από το παλαιό τέμπλο του Ι. Ν.  Παναγίας Φανερωμένης στη Λευκωσία  με επιγραφή «Εχρυσώθη το παρόν τέμπλον δια συνδρομής του πρώτου επίτροπου Βασιλείου προσκυνητού και δαπάνη των εκ της Εκκλησίας 1820». (Α.Μ. 1066)
Αρχές 19ου αιώνα
60
x 40 εκ.

Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα ένα ξυλόγλυπτο επίχρυσο τεμάχιο τέμπλου, περίτεχνο δείγμα της εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα ξυλόγλυπτο με ανάγλυφα τυποποιημένα επιχρυσωμένα φύλλα και μαργαρίτες τα οποία περιβάλλουν εντός ενός καρδιόσχημου πλαισίου την επιγραφή: "Εχρυσώθη το παρόν τέμπλον δια συνδρομής του πρώτου επίτροπου Βασιλείου προσκυνητού και δαπάνη των εκ της Εκκλησίας 1820"

 Η ξυλογλυπτική της Κύπρου παρουσιάζει ποικίλες παραλλαγές στην μορφή, την τεχνική και το ύφος, ακολουθώντας τόσο τις ιστορικές συγκυρίες, όσο και τις τοπικές προτιμήσεις, επηρεασμένες από την παράδοση και το πολιτιστικό επίπεδο. Πρόκειται για ένα επάγγελμα αμιγώς ανδρικό που μεταδίδεται από τον πατέρα στους γιους του. Οι τεχνίτες εργάζονται στα «πελεκανιά», τα εργαστήρια τους και συναρμολογούν επί τόπου τα έργα. Ξυλόγλυπτα έργα κοσμούν σπίτια και εκκλησίες και έτσι προκύπτουν τρεις κατηγορίες  ξυλοτεχνίας, με συγκεκριμένο ξύλο και διαφορετικά χαρακτηριστικά: η εκκλησιαστική, η αστική και η αγροτική.

 

Στην εκκλησιαστική ξυλογλυπτική εντάσσονται τα πιο εντυπωσιακά δείγματα ξυλόγλυπτων, με το ψηλό ξυλόγλυπτο τέμπλο (εικονοστάσι) να αποτελεί το πιο βασικό επίτευγμα της εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής τέχνης. Το τέμπλο χωρίζει τον κυρίως ναό από το ιερό που βρίσκεται στο βάθος και ανήκει στους ιερείς. Πρόκειται για μια ξύλινη και χρυσοποίκιλτη κατασκευή, η διάταξη του οποίου παραμένει ίδια, ενώ η διάταξη και τα διακοσμητικά του θέματα διαφέρουν.

Για δωρεές ή και περισσότερες πληροφορίες: Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, τηλ. 22432.578, cypriotstudies@gmail.com, www.cypriotstudies.org

Επιμέλεια κειμένου: Φελεκίδου Ελισσάβετ, μέλος των Φίλων Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου

Βιβλιογραφία

-Αρχειακό Υλικό Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου

-Ελένης Παπαδημητρίου, Η τέχνη του ξύλου στην Κύπρο, Λευκωσία 2003.



Έκθεμα μήνα Μαΐου 2021  

Γιλέκο από αλατζιά (Α.Μ. 562)
Από τα Άρδανα Αμμοχώστου
39 εκ.

Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου επέλεξε να σας παρουσιάσει ως έκθεμα μηνός Μαΐου ένα βασικό τμήμα της ανδρικής φορεσιάς, το γιλέκο. Παρά τη φαινομενική ομοιομορφία της ανδρικής φορεσιάς -και γενικότερα της αγροτικής- ορισμένες τοπικές ιδιαιτερότητες στο χρώμα του υφάσματος του γιλέκου μαρτυρούν την προέλευσή του.  Εξίσου αναπόσπαστο στοιχείο της φορεσιάς είναι και η πολύπτυχη βράκα, η οποία, επίσης, παρουσιάζει ποικίλες παραλλαγές στο μέγεθος και το σχήμα. Στα χωριά οι άντρες φορούσαν βαριές μπότες με καρφιά τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι για να παραμένουν προστατευμένοι από τα φίδια.

Το συγκεκριμένο γιλέκο προέρχεται από τα Άρδανα της Αμμοχώστου και για τα εξωτερικά του τμήματα χρησιμοποιήθηκε η αλατζιά, με πλούσιο χρωματιστό κέντημα (κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, άσπρο) μπροστά, στην πλάτη και στις στενές άκρες.

Το γιλέκο είναι ένα κοντό, εφαρμοστό και χωρίς μανίκια πανωκόρμι. Διαθέτει ένα κατακόρυφο άνοιγμα στην πλάτη, το οποίο κλείνει με κορδόνι ή κορδέλα και δίνει άνεση στις κινήσεις. Για τα αγροτικά γιλέκα χρησιμοποιείται η αλατζιά, ένα εγχώριο βαμβακερό ύφασμα. Τα εορταστικά γιλέκα διακοσμούνται με χρωματιστά κεντήματα στις άκρες, την τσέπη και την πλάτη, ενώ τα καθημερινά είναι απλά και σκουρόχρωμα. Τα αγροτικά γιλέκα κατασκευάζονταν στα χωριά, ενώ τα αστικά στην Λευκωσία από επαγγελματίες ράφτες. Το γιλέκο φοριέται μόνο του το καλοκαίρι και το χειμώνα συμπληρώνεται από το ζιμπούνι.

Για δωρεές ή και περισσότερες πληροφορίες: Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, τηλ. 22432.578, cypriotstudies@gmail.com, www.cypriotstudies.org

Επιμέλεια κειμένου: Φελεκίδου Ελισσάβετ, μέλος των Φίλων Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου

Βιβλιογραφία
-Αρχειακό Υλικό Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.

-
Ελένης Παπαδημητρίου, Οι κυπριακές φορεσιές, Αθήνα 1991.


Έκθεμα μήνα Ιουνίου 2021  

Γαλευτήρι (ΑΜ 1975)
40Χ23 εκ.
20ος αιώνας
Βαρώσι

 

Το έκθεμα που επέλεξε το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης για τον μήνα Ιούνιο είναι το γαλευτήρι. Το γαλευτήρι έχει ένα χαρακτηριστικό σχήμα και ήταν το δοχείο για το «γάλεμα», δηλαδή το άρμεγμα το των προβάτων και αιγών. Το συγκεκριμένο γαλευτήρι είναι κατασκευασμένο από λευκό πηλό και προέρχεται από την περιοχή του Βαρωσίου. Το γαλευτήρι χρησιμοποιείτο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, έως την εποχή που λιγόστευε το γάλα. Υπάρχει μια παροιμία που επιβεβαιώνει ότι η εποχή αυτή ήταν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. «Της Αγιάς Μαρίνας δείχνει σύκον τζαι σταφύλι τζαι πορτίν στο γαλευτήρι». Η Αγία Μαρίνα γιορτάζει στις 17 Ιουλίου, την εποχή που ωριμάζουν τα πρώτα σύκα, ενώ τότε είναι που και οι βοσκοί σταματούν το άρμεγμα των προβάτων, καθώς αυτό λιγοστεύει. Το γαλευτήρι, το κατ’ εξοχήν αγγείο για το άρμεγμα χρησιμοποιούταν έως και τη δεκαετία 1950-1960.

Για δωρεές ή και περισσότερες πληροφορίες: Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, τηλ. 22432.578, cypriotstudies@gmail.com, www.cypriotstudies.org

Επιμ. κειμένου: Θάλεια Γκραικού

Πηγές:
Ο γαλακτοκομικός πολιτισμός της Κύπρου, Ιστορία-Παραδόσεις –Λαογραφία, Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής, Λευκωσία 2021.
Φωτ.: Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών


Έκθεμα μήνα Ιουλίου 2021  

Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου  για τον μήνα Ιούλιο έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει τον πάγκο εργασίας της τέχνης της αργυροχρυσοχοΐας από την Συλλογή Αργυροχρυσοχοΐας. Ο πάγκος είναι το βασικότερο αντικείμενο εξοπλισμού, που χρειάζεται  ένας αργυροχρυσοχόος. Τα χαρακτηριστικά, τα οποία πρέπει να έχει είναι να είναι σταθερός, με σκληρή επιφάνεια πάχους τουλάχιστον πέντε εκατοστών και το ύψος να είναι τουλάχιστον ένα μέτρο. Ο λιμαδόρος – ο οποίος στερεώνεται με μια μαντεμένια βάση στο κέντρο της εξωτερικής πλευράς του πάγκου και στον οποίο πάνω γίνονται όλες οι εργασίες, όπως το σεγάρισμα, το λιμάρισμα, το τρύπημα- πρέπει να βρίσκεται ακριβώς κάτω από το επίπεδο των ματιών. Η μεταλλική βάση του λιμαδόρου, η οποία είναι λεία, χρησιμοποιείται για τη λείανση των ελασμάτων και το ίσιωμα συρμάτων. Συνηθίζεται ο πάγκος του αργυροχρυσοχόου να έχει μπροστά μια ημικυκλική εσοχή, ώστε να κάθεται αρκετά κοντά για να εργάζεται.

Κάτω από τον λιμαδόρο υπάρχει ένα κομμάτι δέρμα ή ένα συρτάρι, μέσα στα οποία πέφτουν τα ρινίσματα από την κοπή των πολύτιμων μετάλλων ή του σκληρού κεριού, τα οποία στο τέλος της εργασίας μαζεύονται για να χρησιμοποιηθούν σε άλλες εργασίες. Η ύπαρξή τους επίσης χρησιμεύει στην προστασία των γονάτων του αργυροχρυσοχόου, αν τυχόν πέσει καυτό, πυρωμένο μέταλλο κατά την διαδικασία της κόλλησης.

Τέλος, ο καλός φωτισμός είναι απαραίτητος για κάποιον που εργάζεται σε μικρή κλίμακα, γι’ αυτό συνήθως υπάρχει ένα φωτιστικό σχεδιαστηρίου στηριγμένο στην μία πλευρά του πάγκου, το οποίο μπορεί να συνδυάζεται μαζί με ένα μεγεθυντικό φακό, ο οποίος είναι απαραίτητος στον τομέα της μικρογλυπτικής, δηλαδή στο σκάλισμα πάνω σε σκληρά κεριά αργυροχρυσοχοΐας.

Επιμέλεια κειμένου: Αθανασίου Χρύσα


Έκθεμα μήνα Αυγούστου 2021  

Κέντημα από κουκούλια μεταξοσκώληκα και φωτογραφία στο κέντρο (ΑΜ 856)
Διαστάσεις: 65 x 58 εκ.

 

Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου επέλεξε να σας παρουσιάσει για τον μήνα Αύγουστο ένα παραδοσιακό κυπριακό κέντημα, κατασκευασμένο από κουκούλια μεταξοσκώληκα, τοποθετημένα σε διάταξη κλαδιών, μαργαρίτων, τριανταφύλλων, ενώ στο κέντρο έχει τοποθετηθεί μια φωτογραφία αγνώστων στοιχείων. Το συγκεκριμένο αποτελεί δωρεά του κ. Χρίστου Ιωακείμ και προέρχεται από την Άσκεια (Άσσια), ενώ παρόμοιας τεχνικής κεντήματα, κατασκευάζονταν σε όλη την Κύπρο.

 Η εκτροφή του μεταξοσκώληκα, η παραγωγή και η εμπορία μεταξωτών ήταν μια από τις βασικές ασχολίες των κατοίκων της Κύπρου. Οι γυναίκες ύφαιναν πλούσια μεταξωτά υφάσματα για την προίκα τους, αλλά και για τις ενδυμασίες τους. Όταν ο μεταξοσκώληκας άρχιζε να παράγει κλωστή ήταν έτοιμος να ανέβει στα κλαδιά θάμνων, όπως θρουμπί και ξιστάρι, που τοποθετούνταν στις καλαμωτές και να πλέξει το κουκούλι του. Το ξηθρούμπισμα, το μάζεμα δηλαδή των κουκουλιών από τους θάμνους, συνοδευόταν από την ευχή «του βάρου μου μετάξι», καθώς ευελπιστούσαν σε μεγάλη παραγωγή. Το «ξημετάξισμα», η αναπήνιση του μεταξιού, γινόταν με το ξετύλιγμα των ινών, αφού πρώτα τα κουκούλια τοποθετούνταν σε ζεστό νερό για να μαλακώσουν.

Το κέντημα από κουκούλι μεταξοσκώληκα αποτελεί σημαντικό δείγμα της λαϊκής μας τέχνης, αφού είναι ένα από τα βασικά διακοσμητικά στοιχεία, που συναντούμε στις οικίες του 19ου και 20ού αιώνα. Για να γίνει περισσότερο εντυπωσιακό το κέντημα, συνήθιζαν να προσθέτουν πούλιες και χάντρες, ενώ χρησιμοποιούσαν μαύρο ή κόκκινο βελούδο ως βάση του κεντήματος, για να πετύχουν την αντίθεση με το λευκό των κουκουλιών. Τα σχέδια ήταν απλοϊκά σε σχήμα λουλουδιών, στεφάνων κλπ.

Ωστόσο, πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η τεχνική κατασκευής του, αφού στηρίζεται στην επανάχρηση υλικών και συγκεκριμένα των υπολειμμάτων από τα κουκούλια του μεταξοσκώληκα. Είναι γνωστό ότι οι Κύπριοι συνήθιζαν να αξιοποιούν ό,τι υλικό είχαν στη διάθεσή τους, ακόμα και υλικά, τα οποία δεν είχαν ιδιαίτερη χρηστική αξία. Συγκεκριμένα, τα τρύπια κουκούλια του μεταξοσκώληκα δεν τα πετούσαν, αν και φαινομενικά ήταν άχρηστα, αλλά τα έβαζαν σε αλουσίβα (μίγμα νερού και στάχτης) και σαπούνι και τα ζέσταιναν για να μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα έπλεναν με καθαρό νερό και τα στέγνωναν. Με αυτό τον τρόπο επεξεργάζονταν αυτό το υλικό και έφτιαχναν έργα τέχνης, τα οποία συναντούμε σε όλη την Κύπρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοιου είδους κεντήματα δίδονταν ως δώρα στους γάμους.

 

Επιμέλεια κειμένου: Ψηλομέσης Χρήστος

Πηγές:
- Ελ. Παπαδημητρίου, Λαϊκή Ζωγραφική – εγχάραξη και γλυπτική, Λευκωσία 2009.
- Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου-Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών

- Ελ. Παπαδημητρίου, Η Μεταξουργία στην Κύπρο, Λευκωσία 1995.
- Γ. Χ.Παπαχαραλάμπους, Κυπριακά ήθη και έθιμα, Λευκωσία 1965.
- Αγγ. Γ. Πιερίδου, Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη, Λευκωσία 1980.


Έκθεμα μήνα Σεπτεμβρίου 2021  

Χαλλουμόκουζα (ΑΜ 2157)
Υ: 35 εκ.
Κελλάκι (Λεμεσού)

Το έκθεμα που επέλεξε το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης για τον μήνα Σεπτέμβριο είναι η χαλλουμόκουζα. Η συγκεκριμένη αποκτήθηκε από αγορά και προέρχεται από το χωριό Κελλάκι της Λεμεσού το 1972. Χαλλουμόκουζα ονομάζεται το αγγείο που χρησιμοποιούσαν για την αποθήκευση τυριού ή χαλλουμιού.

 Σημαντικός αριθμός κυπριακών λέξεων για την παρασκευή του τυριού ή του χαλουμιού παρέμεινε στο λεξιλόγιο έως και σήμερα. Το φρέσκο τυρόπηγμα στα κυπριακά ανάλογα με την περιοχή, το συναντούμε ως φλούγκος ή βλούγκος, είτε ως δροσινόν ή γροσινόν, τροχάλα ή τυροχάλλα (κατά τον Γ. Λουκά). Αν πρόκειται το τυρόπηγμα να γίνει χαλλούμι, τότε κόβεται σε κομμάτια τα οποία ψήνονται, αφού πρώτα απομακρυνθεί η αναρή (η μυζήθρα). Το στόμιο  σε μια χαλλουμόκουζα είναι τέτοιο, ώστε να διευκολύνει να εισαχθούν τα κομμάτια του χαλλουμιού. Η αγγειοπλαστική στις μέρες μας έχει περιορισθεί σε περιοχές, όπως ο Κόρνος και το Φοινί. Στις περιοχές αυτές η αγγειοπλαστική είναι γυναικεία ασχολία. Αντίθετα στο Βαρώσι η αγγειοπλαστική ήταν αντρική ασχολία.

 Στην παραδοσιακή κοινότητα της Κύπρου η παρασκευή των τυροκομικών προϊόντων αποτελούσε μια ιεροτελεστία και βασική προϋπόθεση ήταν η αυστηρή τήρηση της καθιερωμένης διαδικασίας που περνούσε από γενιά σε γενιά.  

Επιμ. κειμένου: Θάλεια Γκραικού

Πηγές:
Ο γαλακτοκομικός πολιτισμός της Κύπρου, Ιστορία-Παραδόσεις –Λαογραφία
, Μουσείου Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής, Λευκωσία 2021
Μ. Δημητρίου, Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείου Κύπρου, Λευκωσία 2002
Μ. Δημητρίου, Παραδοσιακή Αγγειοπλαστική στην Κύπρο, Λευκωσία 2001