ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ
2017
2016 2015
2014
2013
2012
2011
2010
2009
ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ
2016
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
ΜΑΡΤΙΟΣ
ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΜΑΙΟΣ
ΙΟΥΝΙΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Έκθεμα
μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2016
Επ’
ευκαιρία της έκθεσης «Κυθρέα. Η γη των Χύτρων. Αρχαιότητες,
Κειμήλια και Θησαυροί». η οποία φιλοξενείται στο Παλαιό
Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο έως τις 29.04.2017, η Εταιρεία
Κυπριακών Σπουδών παρουσιάζει ένα μεταξωτό πλεκτό πουγκί
(ΑΜ.2782), δωρεά της Ανδριανής Ιωάννου Χόπλαρου από την
Κυθρέα στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου στις 23/5/1984.
Τέτοιου τύπου πουγκιά συνόδευαν συνήθως την ανδρική φορεσιά
κι ήταν σημαντικό εξάρτημα της ανδρικής ζώνης (ζώστρας). Το
ανδρικό «πουτζίν» (πουγκίον) συναντάται ήδη από τον 14ον
αιώνα στην Κύπρο. Στη σύγχρονη ανδρική φορεσιά τυλιγόταν στο
μακρύ κορδόνι του και ενσωματωνόταν σε εσωτερική πτυχή της
«ζώστρας» (ζώνης), ώστε να μην είναι διακριτό. Συνήθως ήταν
πλεκτό με μεταξωτή κλωστή του αδραχτιού και το διακοσμούσαν
με «φλοκκούδκια» (φούντες) ή και χρωματιστές χάντρες. Είχε
ευρύτατη διάδοση σε Ευρώπη και Ανατολή, γεγονός που
παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς μάς αποκαλύπτει ότι
η Κύπρος ακολουθεί κι αυτή τις τάσεις και μόδα της
αντίστοιχης εποχής.
Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Χρίστου, διευθύντρια Μουσείου
Λαϊκής Τέχνης Κύπρου
Πηγές:
Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου Α. Γ. Πιερίδη,
Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη (Δημοσιεύματα της ΕΚΣ 6), Λευκωσία 1991
Ε. Ηγουμενίδου, Η αστική ενδυμασία της Κύπρου κατά τον
18ον και 19ον αιώνα, Λευκωσία 1996, 162-164
ΕΚΘΕΜΑ
ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016
Επ’
ευκαιρία των εγκαινίων της έκθεσης «Κυθρέα. Η γη των Χύτρων.
Αρχαιότητες, Κειμήλια και Θησαυροί» (Παλαιό Αρχιεπισκοπικό
Μέγαρο, 25.10.2016) η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών παρουσιάζει
δύο πίνακες από το κατεχόμενο Νέο Χωριό Κυθρέας που έχουν
κεντηθεί με κουκούλια του μεταξοσκώληκα. Αποκτήθηκαν από το
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου τον Αύγουστο του 1967. Ο πρώτος
πίνακας παρουσιάζει ένα δαιδαλώδη φυτικό διάκοσμο (ΑΜ.
1366), ο οποίος πλαισίωνε δύο μικρές φωτογραφίες που δεν
διεσώθησαν και το δεύτερο ένα ανθοδοχείο γεμάτο λουλούδια
(ΑΜ. 1367).
Τα κάδρα με κουκούλια είναι ένα από τα βασικά διακοσμητικά
στοιχεία, που συναντούμε στην κυπριακή οικία του 19ου και
20ού αιώνα. Τα διακοσμητικά αυτά ήταν συνήθως απόδειξη της
αξιοσύνης της νοικοκυράς ή του νοικοκύρη, αποτελούσαν μέρος
της προίκας τους ή είχαν αποκτηθεί ως γαμήλια δώρα. Αξίζει
να ενθυμηθούμε ένα από τα γαμήλια έθιμα που καταγράφει η Αθ.
Ταρσούλη, το έθιμο της μανάσσας (ή παστού), σύμφωνα με το
οποίο, πριν το γάμο στόλιζαν τους τοίχους του σπιτιού με
περίτεχνα κεντήματα, ζυμαρικά ή άλλα «πλουμιστά» της νύφης,
τα οποία άφηναν εκεί για οκτώ έως δεκαπέντε ημέρες.
Η εκτροφή του μεταξοσκώληκα, η παραγωγή και η εμπορία
μεταξωτών ήταν μια από τις βασικές ασχολίες των κατοίκων της
Κύπρου. Η περιοχή της Κυθρέας φημιζόταν ιδιαιτέρως για το
κιτρινωπό της μετάξι. Η τεχνική που χρησιμοποιείται στα δύο
κάδρα είναι χαρακτηριστικό δείγμα της λαϊκής συνείδησης, η
οποία αξιοποιεί κάθε υλικό, ακόμη και το πιο ταπεινό
κομματάκι κουκουλιού και αποτυπώνει τη μοναδική καλαισθησία
της κυπριακής λαϊκής τέχνης, η οποία ακολουθεί την ελληνική
παράδοση και συρμό, συνδυάζοντας αρμονικά, εξωγενή στοιχεία
από Ανατολή και Δύση.
Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Χρίστου, διευθύντρια Μουσείου
Λαϊκής Τέχνης Κύπρου
Πηγές:
Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου
Αθ. Ταρσούλη, Κύπρος, Αθήνα 1963 Α. Γ. Πιερίδη, Κυπριακή
Λαϊκή Τέχνη (Δημοσιεύματα της ΕΚΣ 6), Λευκωσία 1991
ΕΚΘΕΜΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2016
Η
Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει
ως έκθεμα του μήνα μια πινιάδα ή αλλιώς τσούκκα (μαγειρικό
σκεύος) από τη συλλογή του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου
(Α.Μ. 1872), η οποία έγινε δωρεά στο Μουσείο το 1970 από τη
Χριστίνα Κυριάκου από το χωριό Πλατανιστάσα. Πρόκειται για
αγγείο κατασκευασμένο από ερυθρό πηλό με δύο χειρολαβές,
ανοικτό στόμιο, στρογγυλεμένη βάση και σφαιρική κοιλιά, που
εξασφάλιζε τη μέγιστη χωρητικότητα και απορρόφηση
θερμότητας. Το πυρίμαχο αυτό σκεύος είναι ένα από τα
χαρακτηριστικά αγγεία του Κόρνου και χρησιμοποείτο ως
κατσαρόλα, χύτρα ή σύμφωνα με άλλες αναφορές, για τη φύλαξη
γιαουρτιού ή ζαλατίνας. Τα πλείστα πήλινα αγγεία
εξυπηρετούσαν παράλληλα διάφορες οικιακές και αγροτικές
εργασίες. Στα χωριά Φοινί και Κόρνος, τα οποία παρήγαγαν
αγγεία με ερυθρό πηλό με τη χρήση ενός απλού τροχού, οι
τεχνίτες και οι τεχνίτριες εργάζονταν στην αυλή του σπιτιού
τους την άνοιξη και το καλοκαίρι, ενώ κατά τη διάρκεια του
χειμώνα διέθεταν τα αγγεία τους προς πώληση στις ορεινές
περιοχές και στα πανηγύρια. Μερικά άλλα χαρακτηριστικά
αγγεία του Κόρνου είναι η κούζα (αγγείο νερού), ο μπότης
(αγγείο με στενό λαιμό και ένα χέρι), η χαλλουμόκουζα
(αγγείο με ανοικτό λαιμό και δύο χέρια στους ώμους), το
γαλευτήριν (αγγείο για το άρμεγμα του γάλακτος) και το
τζυβέρτιν (κυψέλη).
Για περισσότερες πληροφορίες και
νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578. Επιμ. Κειμένου:
Άντρη Θεοφάνους, Μέλος Συνδέσμου «Φίλοι του Μουσείου Λαϊκής
Τέχνης Κύπρου».
Πηγές: Αρχείο Μουσείου Λαϊκής
Τέχνης Κύπρου-Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών Βιβλιογραφία:
-Πιερίδη Αγγελική Γ., Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη, Λευκωσία,
1991 -Δημητρίου Μαργαρίτα, Θησαυροί του Εθνογραφικού
Μουσείου Κύπρου, Λευκωσία, 2002 -Δημητρίου Μαργαρίτα,
Παραδοσιακή Αγγειοπλαστική στην Κύπρο, Λευκωσία, 2001
-Λαϊκοί τεχνίτες της Κύπρου, Δήμος Λευκωσίας, 1982
ΕΚΘΕΜΑ
ΜΗΝΑ ΙΟΥΝΙΟΥ-ΙΟΥΛΙΟΥ 2016
Η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει να σας
παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα έναν όρθιο αργαλειό από τη
συλλογή του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου (Α.Μ. 2119) και ο
οποίος προέρχεται από το χωριό Βάσα Κοιλανίου. Είναι
κατασκευασμένος από ξύλο, και φέρει δείγμα υφαντού.
Ο τύπος αυτός του αργαλειού ονομάζεται αλλιώς και
ανδρομίσιος και διαφέρει από τον συνηθισμένο τύπο οριζόντιου
αργαλειού. Σύμφωνα με το αρχείο του Μουσείου,
χρησιμοποιούνταν για την ύφανση της πισιλλίνας ή πισκιάς,
είδους ζώνης που τοποθετούνταν κάτω από την ουρά και
υποβοηθούσε στη στερέωση του σαμαριού (στρατουρκού) πάνω στο
ζώο, όπως επίσης, σύμφωνα με άλλες αναφορές, και στην ύφανση
κουβερτών και χαλιών.
Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο
τηλ. 22432578.
Επιμ. Κειμένου: Άντρη Θεοφάνους, Μέλος Συνδέσμου «Φίλοι του
Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου».
Πηγές:
Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου-Εταιρείας Κυπριακών
Σπουδών
Βιβλιογραφία:
-Λαϊκοί Τεχνίτες της Κύπρου, Δήμος Λευκωσίας, 1982
-Πιερίδη Αγγελική Γ., Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη, Λευκωσία, 1991
ΕΚΘΕΜΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΜΑIΟΥ 2016
Η
Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει
ως έκθεμα του μήνα μια ταμπουτσιά από τη συλλογή του
Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου (Α.Μ. 1179). Το συγκεκριμένο
έκθεμα έγινε δωρεά στο Μουσείο από τoν Peter Megaw το 1963.
Προέρχεται από το κατεχόμενο χωριό Ακανθού και φέρει
χρονολογία 1899. Ο σκελετός είναι κατασκευασμένος από ξύλο,
ενώ στη δερμάτινη βάση απεικονίζεται έγχρωμη παράσταση
γυναίκας και φυτικών μοτίβων. Σύμφωνα με αναφορές,
παλαιότερα η ταμπουτσιά χρησιμοποιείτο ως σκεύος για
μεταφορά αγαθών, ή στις αγροτικές ασχολίες, όπως τη διαλογή
και καθάρισμα σπόρων, καθώς επίσης και κατά την εργασία του
λιχνίσματος, γι αυτό και έχει σχήμα κόσκινου, χωρίς τρύπες.
Χρησιμοποιήθηκε επίσης ως κρουστό μουσικό όργανο, που
συνόδευε συνήθως το βιολί και το λαούτο σε γάμους και άλλες
εκδηλώσεις. Οι ταμπουτσιές κατασκευάζονταν κυρίως από
δέρμα ζώου, αλλά και από τσίγκο. Η διακόσμηση, που ήταν
κυρίως σε χρώματα όπως κόκκινο, μπλε, πράσινο, κίτρινο και
πορτοκαλί, ήταν εμπνευσμένη κυρίως από μοτίβα με φυτά και
ζώα, σκηνές καθημερινής ζωής, ζευγάρια και γυναικείες
μορφές. Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης διαθέτει σημαντικό αριθμό
ταμπουτσιών, τόσο με διάκοσμο, όσο και χωρίς. Για
περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ.
22432578. Επιμ. Κειμένου: Άντρη Θεοφάνους, Μέλος
Συνδέσμου «Φίλοι του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου».
Πηγές: Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου-Εταιρείας
Κυπριακών Σπουδών Βιβλιογραφία: -Δημητρίου Μαργαρίτα,
Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείου Κύπρου, Λευκωσία, 2002
-Παπαδημητρίου Ελένη, Λαϊκή Ζωγραφική. Εγχάραξη και
Γλυπτική, Εν Τύποις, Λευκωσία, 2010 -Παπαδημητρίου Ελένη,
Η Λαϊκή Τέχνη της Κύπρου, Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών,
Λευκωσία, 1996
ΕΚΘΕΜΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΑΠΡΙΛΙΟΥ
2016
Το
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών έχει
επιλέξει να σας παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα ένα ιδιαίτερο
διακοσμητικό στοιχείο του κυπριακού σπιτιού, τη λεγόμενη ψαθαρούδα
(Α.Μ. 2001). Το συγκεκριμένο έκθεμα έγινε δωρεά στο Μουσείο από την
κα Ελισάβετ Χρ. Σταυρή το 1971 και προέρχεται από το κατεχόμενο
χωριό Πραστειό Μεσαορίας. Είναι κατασκευασμένο από στελέχη σιταριού,
ενώ είναι διακοσμημένο με πολύχρωμες λωρίδες υφάσματος και κομμάτια
υφάσματος σε σχήμα ανθέων.
Οι ψαθαρούδες αποτελούν ένα εξαίρετο δείγμα της καλαισθησίας που
χαρακτήριζε τον κύπριο αγρότη, αφού χρησιμοποιούνταν ως διακοσμητικά
τοίχου στα αγροτικά σπίτια, σε αντίθεση με τα καλάθια και τους
τσέστους (πανέρια), τα οποία είχαν και χρηστικό ρόλο (τοποθέτηση ή
μεταφορά τροφίμων και διάφορων γεωργικών προϊόντων). Το Μουσείο
Λαϊκής Τέχνης διαθέτει μια σημαντική συλλογή από ψαθαρούδες.
Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ.
22432578.
Επιμ. Κειμένου: Άντρη Θεοφάνους, Μέλος Συνδέσμου «Φίλοι του Μουσείου
Λαϊκής Τέχνης Κύπρου».
Πηγές:
Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου-Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών
Βιβλιογραφία:
-Δημητρίου Μαργαρίτα, Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείου Κύπρου,
Λευκωσία, 2002
-Παπαδημητρίου Ελένη, Η Λαϊκή Τέχνη της Κύπρου, 1999
ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΟΣ ΜΑΡΤΙΟΥ
2016
Επί
τη ευκαιρία της επετείου της Ελληνικής Επαναστάσεως του
1821, η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών επέλεξε να σας
παρουσιάσει ως έκθεμα του μηνός Μαρτίου, μια σπάθη (Α.Μ.
451), με λαβή από ορείχαλκο, σιδερένια λάμα και ξύλινη θήκη
με δερμάτινη επένδυση και διακόσμηση από ορείχαλκο.
Η σπάθη ή αλλιώς πάλα, αποτελούσε
μαζί με άλλα όπλα (το καριοφίλι, το γιαταγάνι, τις
πιστόλες), τον κυριότερο οπλισμό των αγωνιστών του 1821.
Είναι αγχέμαχο όπλο (όπλο που χρησιμοποιείται σε μάχη από
κοντά, σώμα με σώμα) του οποίου η επιτυχημένη χρήση,
βασίζεται στην επιδεξιότητα του αγωνιστή και τη δύναμη του
χτυπήματος. Η συγκεκριμένη σπάθη, εκτίθεται στο Μουσείο
Λαϊκής Τέχνης, το οποίο στεγάζεται στο παλαιό Αρχιεπισκοπικό
Μέγαρο και βρίσκεται στη Πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού,
απέναντι από το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Στο ανώγειο της παλαιάς
Αρχιεπισκοπής βρίσκεται και το δωμάτιο του Εθνομάρτυρος
Αρχιεπισκόπου Κυπριανού (κι αργότερα η Ελληνική Σχολή
Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου), τα δωμάτια των Αρχιεπισκόπων
Λεοντίου, Μακαρίου Β΄ και Γ΄, το Μέγα και Μικρό Συνοδικό, η
παλαιά Βιβλιοθήκη της Αρχιεπισκοπής και άλλα μικρότερα
βοηθητικά δωμάτια.
Για
περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ.
22432578.
Επιμ. Κειμένου: Μιχάλης Αντωνίου
-
Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου – Εταιρείας Κυπριακών
Σπουδών
-Η Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Έκθεση Κειμηλίων, ΠΙΤΚ, Αθήνα, 1991
ΕΚΘΕΜΑ TOY ΜΗΝΑ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2016
Για
το μήνα Φεβρουάριο, το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης της Εταιρείας
Κυπριακών Σπουδών σας παρουσιάζει ένα από τα παλαιότερα
κολότζια της συλλογής του. Πρόκειται για μια εγχάρακτη
κολοκύθα (Α.Μ. 40) που χρονολογείται στα 1895 και δωρίθηκε
στο Μουσείο το 1950 από τον κ. Αντωνιάδη. Ο ιδιάζων λαιμός
είναι διακοσμημένος με ποικίλα γεωμετρικά μοτίβα. Στη
σφαιρική γάστρα ο χαράκτης επέλεξε φυτικά και ζωικά μοτίβα
(δέντρα, στάχυα, άλογο, λιοντάρι), χωρίς όμως να
περιορίζεται σ’ αυτά καθώς υπάρχουν και αρκετές ανθρώπινες
μορφές.
Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία των ναυτικών
μοτίβων: μια γοργόνα, ένα ψάρι κι ένα σχηματικά αποδοσμένο
καΐκι με δυο ιστία. Η γοργόνα στα νεότερα χρόνια, και δη στη
Λαϊκή Παράδοση, συνδέεται με το μύθο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Σύμφωνα με το μύθο, ήπιε άθελά της το αθάνατο νερό που
προοριζόταν για τον αδερφό της, κι όταν έπεσε στη θάλασσα
από την απελπισία της μεταμορφώθηκε, αποκτώντας ουρά ψαριού.
Έκτοτε, παραδέρνει στις θάλασσες και σταματά τα πλοία για να
ρωτήσει τους ναυτικούς αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Στην
περίπτωση που οι ναυτικοί απαντήσουν ότι πέθανε, τότε
εξοργίζεται και βυθίζει το καράβι τους. Στο κολότζι, η
γοργόνα απεικονίζεται ακριβώς πάνω από το καΐκι,
παραπέμποντας έτσι στη συγκεκριμένη παράδοση.
Παρά
τον ιδιάζοντα λαιμό, βάσει του μεγέθους μπορούμε να πούμε
ότι το κολότζι είχε κυρίως οικιακή χρήση, ως σκεύος για υγρά
όπως νερό και κρασί. Τα κολότζια βέβαια είχαν κι άλλες
χρήσεις, που ποικίλουν από το τάισμα πουλιών μέχρι και τη
φύλαξη πυρίτιδας, ενώ χρησιμοποιείτο και στο κάλεσμα ή στο
κέρασμα στον παραδοσιακό γάμο.
Ποικιλία κολοκύθων
εκτίθεται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου. Για περισσότερες
πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.
Επιμ. Κειμένου: Μαρία Κτωρή, Μέλος Εταιρείας Κυπριακών
Σπουδών
Πηγές: - Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης
Κύπρου – Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών - Παπαδημητρίου, Ε.
(2003). Η Τέχνη του Ξύλου στην Κύπρο. Λευκωσία: Πολιτιστικές
Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. -
Παπαδημητρίου, Ε. (2010). Λαϊκή Ζωγραφική. Εγχάραξη και
γλυπτική. Λευκωσία: Εν Τύποις. - Δαμιανίδης, Κ. (1998).
Ελληνική Παραδοσιακή Ναυπηγική. Αθήνα: Πολιτιστικό
Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ. - Δαμιανίδης, Κ. και Λεοντίδης,
Τ. (1993). Τα Ελληνικά Ιστιοφόρα Καΐκια του 20ου Αιώνα.
Αθήνα: Γαβριηλίδης.
ΕΚΘΕΜΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
2016
Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών
Σπουδών έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει ως έκθεμα του μήνα,
ένα γυναικείο φασούλι (εργαλείο για το θερισμό, Α.Μ. 3185).
Το συγκεκριμένο φασούλι ανήκε στον Ελευθέριο
Χατζηχριστοδούλου - Μακρή από το κατεχόμενο χωριό Μάσαρη και
το έχει δωρίσει με πολλή αγάπη στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης
Κύπρου.
Μέχρι ακόμη και τα τέλη της δεκαετίας του
1960 στην αγροτική Κύπρο όπου δεν είχαν κάνει ακόμη την
εμφάνισή τους οι θεριστικές μηχανές, οι αγρότες
χρησιμοποιούσαν κυρίως, εργαλεία χειρός. Για το θέρισμα των
σιτηρών οι άνδρες χρησιμοποιούσαν το δρεπάνι και οι γυναίκες
το φασούλι. Η κύρια τους διαφοροποίηση έγκειται στο ότι το
δρεπάνι έχει μεγαλύτερο μέγεθος από το φασούλι.
Στα
Μάσαρη, κατά την περίοδο του θέρους όλοι σχεδόν οι
συγχωριανοί ήταν σε διαρκή κινητικότητα και αλληλοβοηθούνταν
μεταξύ τους στην αγροτική αυτή ενασχόληση. Παρόλες τις
δυσκολίες και τις κακουχίες που ζούσε η κυπριακή ύπαιθρος
και κυρίως οι αγρότες, η δραστηριότητα αυτή του θερίσματος
κάτω από τον καυτό ήλιο, γινόταν τις περισσότερες φορές με
μεράκι και ζήλο. Όπως μας αφηγήθηκε και ο παππούς Λευτέρης,
το τραγούδι και μετέπειτα το φαγοπότι ήταν το επακόλουθο της
επίπονης αυτής ενασχόλησης.
Τόσο τα δρεπάνια όσο και
τα φασούλια είχαν ξύλινες λαβές, οι οποίες ήταν κυρίως
διακοσμημένες στην άκρη με λουριά και δέρμα και συνήθως
ακόμη με καμπανάκια.
Το φασούλι αυτό το πήρε μαζί του
ο παππούς Λευτέρης μετά από τη βίαιη εκδίωξη του 37% του
πληθυσμού της Κύπρου από τους Τούρκους εισβολείς, συνεπεία
της κατοχής του αγαπημένου του χωριού Μάσαρη από το 1974. Το
φύλαγε με ιδιαίτερη περηφάνια και συνήθιζε να το επιδεικνύει
στα αγαπημένα του παιδιά και στα εγγόνια, διηγούμενος τις
ιστορίες του χωριού. Για περισσότερες πληροφορίες και
δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.
Επιμ. Κειμένου:
Ελευθέριος Αντωνίου, μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Κυπριακών
Σπουδών
Πηγές: -Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης
Κύπρου-Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών
|