-
Οι Συλλογές
-Ψηφιακή
Συλλογή
-Έκθεμα
Μήνα
-Νέα
Αποκτήματα
-
Φίλοι Μουσείου
-
Εθελοντισμός
-Πωλητήριο
-Εργαστήρια
Διεθνής Ήμέρα
Μουσείων
Δελτία Τύπου
|
ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ
2020
2019
2018
2017
2016 2015
2014
2013
2012
2011
2010
2009
ΕΚΘΕΜΑ ΜΗΝΑ
2019
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
ΜΑΡΤΙΟΣ
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
ΜΑΙΟΣ
ΙΟΥΝΙΟΣ
ΙΟΥΛΙΟΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Έκθεμα μήνα Ιανουαρίου 2019
Το
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών
Σπουδών, για τον μήνα Ιανουάριο, με αφορμή την έκθεση που
εγκαινιάσθηκε τον Δεκέμβριο του 2018 «Το Φυτιώτικο υφαντό:
παρόν, παρελθόν και μέλλον», έχει επιλέξει να σας
παρουσιάσει ως έκθεμα μήνα ένα σεντόνι βαμβακερό, ριγωτό
με «φυδκιώτικο» κέντημα (Α.Μ.2410) με μήκος 218 εκ.,
και πλάτος 137 εκ. Το υφαντό χρονολογείται στις αρχές
του 20ου αι., με προέλευση το χωριό Φύτη, επαρχίας Πάφου. Ως
πρώτη ύλη του υφαντού είναι το βαμβάκι, αποτελείται από
παράλληλες ρίγες και έχει διάκοσμο με πολύχρωμα γεωμετρικά
και ανθρωπόμορφα μοτίβα στις άκρες του. Διαθέτει κρόσια και
τα χρώματα που επικρατούν στο διάκοσμό του είναι το κόκκινο,
το πράσινο, το κίτρινο και το μπλε. Η Πάφος είναι γνωστή
για τα πολύχρωμα κεντήματά της, άλλα υφαντά στον αργαλειό
(βούφα) και άλλα κεντητά. Τα υφαντά που είναι συνήθως
βαμβακερά, γνωστά και ως πλουμιστά της βούφας, διακοσμούνταν
με διάφορα χρωματιστά γεωμετρικά θέματα. Τα κύρια χρώματα
που χρησιμοποιούνταν είναι το κόκκινο και το μπλε, τα οποία
εμπλουτίζονταν με δευτερεύοντα χρώματα, όπως το κίτρινο,
πράσινο και πορτοκαλί. Τα Παφίτικα ή αλλιώς «Φυθκιώτικα»
υφαντά κεντήματα με τα αδρά γεωμετρικά και ανθεμωτά σχέδια
τοποθετημένα σε ζώνες επάνω στην επιφάνεια των υφασμάτων και
την αυστηρή χρωματική τους σύθεση, αποτελούν αξιόλογα
δείγματα γυναικείας καλλιτεχνικής δημιουργίας με μακρά
παράδοση στη λαϊκή τέχνη της Κύπρου.
Η τέχνη της υφαντικής άνθισε στην Κύπρο από την Αρχαιότητα,
ωστόσο κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους η υφαντουργία
πολύτιμων υφασμάτων αναπτύχθηκε ραγδαία και έφτασε στο
αποκορύφωμά της διαδραματίζοντας σημαντικό κομμάτι του
εμπορίου της εποχής. Ο εργαλειός έγινε αναπόσπαστο
στοιχείο του κυπριακού σπιτιού. Ήταν γενικός κανόνας στην
Κύπρο μια γυναίκα, για να είναι προκομμένη, να ξέρει να
κατεργάζεται τις πρώτες ύλες και να υφαίνει η ίδια υφάσματα
για καθημερινή χρήση του σπιτιού και την ενδυμασία καθώς και
άλλα, πιο ποικιλμένα, για την προίκα της.
Το υφαντό
εκτίθεται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, προσωρινά στον
δεύτερο όροφο, στον χώρο έκθεσης: «Το Φυτιώτικο υφαντό:
παρόν, παρελθόν και μέλλον» στην Πλατεία Αρχιεπισκόπου
Κυπριανού (εντός του περιβόλου του Καθεδρικού Ναού του Αγίου
Ιωάννου του Θεολόγου).
Για περισσότερες πληροφορίες
και νέες δωρεές μπορείτε να αποταθείτε στο τηλ. 22.432.578.
Επιμέλεια κειμένου: Σάλλο Γεώργιος
Πηγές:
-Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου. -Κέντρο
Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου, Από την άυλη πολιτιστική
κληρονομιά της Κύπρου/Elements of the intangible cultural
heritage of Cyprus, Λευκωσία 2012. -Ελένη
Παπαδημητρίου, Η Λαϊκή Τέχνη της Κύπρου,
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου - Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών,
1966. -Μ. Δημητρίου, Θησαυροί του Εθνογραφικού
Μουσείου Κύπρου, Λευκωσία 2002. -Αγγελική Πιερίδη,
Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη, Λευκωσία 1991.
Έκθεμα μήνα Φεβρουαρίου 2019
Το
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών
Σπουδών, για τον μήνα Φεβρουάριο έχει επιλέξει να σας
παρουσιάσει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα λαϊκής ζωγραφικής,
μια υαλογραφία (Α.Μ. 1970, διαστάσεις 41x41 εκ.).
Το συγκεκριμένο αντικείμενο χρονολογείται στον 20ο αιώνα και
αγοράσθηκε από το Μουσείο τον Απρίλιο του 1971 από το
κατεχόμενο χωριό Άσκεια (Άσσια) της επαρχίας Αμμοχώστου. Στα
χωριά της Μεσαορίας η ζωγραφική σε γυαλί ήταν πολύ
διαδεδομένη τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Αυτά
αποτελούσαν συνήθως μέρος της προίκας για διακόσμηση της
κατοικίας τους. Στην υαλογραφία παριστάνεται μετωπικά ο
Παύλος Μελάς (1870-1904), αξιωματικός Πυροβολικού του
ελληνικού στρατού και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.
Εικονίζεται ενδεδυμένος με την στρατιωτική του στολή και να
κρατάει το όπλο του με το αριστερό χέρι. Πλαισιώνεται από
μεγάλα διακοσμητικά ανθοδοχεία, πράσινου και ερυθρού
χρώματος, από τα οποία αναφύονται ανθοφόροι κλάδοι.
Αξιοπρόσεκτα είναι επίσης τα μεγάλα μάτια και τα χονδρά
φρύδια, καθώς και το μεγάλο μουστάκι του. Ο Παύλος Μελάς
γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1870 στη Μασσαλία. Από το 1886
έως το 1891 φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων, απ’ όπου αποφοίτησε
με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Το επόμενο έτος νυμφεύθηκε
τη Ναταλία Δραγούμη, αδελφή του Ίωνα Δραγούμη, με την οποία
απέκτησε δύο παιδιά, τον Μιχαήλ και τη Ζωή. Στον
Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 μάχεται με την 2η Πεδινή
Πυροβολαρχία στο μέτωπο της Θεσσαλίας. Το 1904,
προβληματισμένος με την κατάσταση στην Μακεδονία και τη
δράση των κομιτατζήδων, οι οποίοι είχαν βασική επιδίωξη την
προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, παίρνει μέρος σε
μυστική αποστολή στη δυτική Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μίκης
Ζέζας. Μαζί με τους επίσης αξιωματικούς, Αλέξανδρο Κοντούλη,
Αναστάσιο Παπούλα και Γεώργιο Κολοκοτρώνη, δραστηριοποιείται
στην περιοχή με κύριο σκοπό την αφύπνιση του ελληνικού
στοιχείου. Λίγους μήνες αργότερα επιστρέφει στη
Μακεδονία (ως Πέτρος Δεδές) και προσπαθεί να οργανώσει
ένοπλες ομάδες με ντόπιους για να αντισταθούν στους
Βούλγαρους. Τον Αύγουστο του ιδίου έτους ορίσθηκε από το
Μακεδονικό Κομιτάτο ως γενικός αρχηγός του αγώνα και
ανέρχεται στη Μακεδονία επικεφαλής 40 Μακεδονομάχων. Η
παρουσία του σώματος του Παύλου Μελά γινόταν δεκτή με
ενθουσιασμό από τα χωριά που περνούσε και οι κομιτατζήδες
έντρομοι εγκατέλειπαν βιαστικά την περιοχή. Στις 13
Οκτωβρίου μπαίνουν στο χωριό Στάτιστα και αναγκάζονται να
καταλύσουν σε διάφορα σπίτια του χωριού λόγω της σφοδρής
βροχόπτωσης. Τότε ο κομιτατζής Μήτρε Βλάχο ενημέρωσε τις
οθωμανικές αρχές για την εκεί παρουσία του Μελά, με
αποτέλεσμα να καταφθάσει ένα απόσπασμα και να αρχίσει να
πολιορκεί το σπίτι. Όταν σκοτείνιασε, επιχείρησε να βγει έξω
από το σπίτι, όμως χτυπήθηκε και λίγο αργότερα ξεψύχησε. Ο
θάνατός του συγκλόνισε και αφύπνισε ολόκληρο τον Ελληνισμό
προκειμένου να αγωνισθούν, να πολεμήσουν ενάντια στους
Τούρκους και στους Βούλγαρους. Στις υαλογραφίες αυτές
απεικονίζονται θέματα ιστορικά, μυθολογικά, λαογραφικά,
θρησκευτικά, εθνικά, προσωπογραφίες, οικογενειακές
φωτογραφίες, αλλά και διάφορα διακοσμητικά θέματα. Γνωστά
ονόματα λαϊκών ζωγράφων είναι του Μιχαήλ Κάσσαλου από την
Άσκεια (Άσσια), του Αθανάσιου Αντώνη, του Γεωργίου Καντωνή
σε πίνακες από την Περιστερωνοπηγή, του Ιωάννη Αθανασίου από
τη Λύση, του Χατζηχριστόδουλου Χαραλάμπους από το Παραλίμνι
κ.ά. Οι δημιουργοί των έργων αυτών αποτύπωσαν τις ζωγραφιές
σε γυαλί για βιοπορισμό, παράλληλα με τις άλλες ασχολίες
τους (γεωργοί κ.α.).
Η υαλογραφία εκτίθεται στους
χώρους της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, στην Πλατεία
Αρχιεπισκόπου Κυπριανού (εντός του περιβόλου του Καθεδρικού
Ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου).
Για
περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές μπορείτε να
αποταθείτε στο τηλ. 22.432.578.
Επιμέλεια κειμένου:
Κωνσταντίνος Θεοφάνους.
Πηγές: -Ελ.
Παπαδημητρίου, Λαϊκή ζωγραφική, εγχάραξη και γλυπτική,
Λευκωσία 2010. -Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική
Αθηνών, τόμος 6. -Ν. Ι. Μέρτζος, Το Μακεδονικό.
Παίγνιο Γεωπολιτικής, Θεσσαλονίκη 2012. -Γ. Χ.
Μόδη, Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες Αρχηγοί,
Θεσσαλονίκη 2007. -Μ. Δημητρίου, Θησαυροί του
Εθνογραφικού Μουσείου Κύπρου, Λευκωσία 2002. -Αρχείο
Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.
|
Έκθεμα μήνα Μαρτίου 2019
Το
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών
έχει επιλέξει για τον μήνα Μάρτιο να παρουσιάσει ένα
παραδοσιακό ζύμωμα, το «ζεμπιλούδι» ή ζεμπιλούι και
το πλεκτό ζεμπίλι από φύλλα φοινικιάς, από το οποίο
πήρε το όνομα και το σχήμα του το συγκεκριμένο ζύμωμα. Το
«ζεμπιλούδι» (Α.Μ. 3657, 3658) δωρἠθηκε τον Ιούλιο του 2017
στο Μουσείο από την κ. Καλλιόπη Πρωτοπαπά, ενώ το ζεμπίλι
(Α.Μ. 2238) αγοράσθηκε από τον Ονούφριο Χριστοφίδη από τη
Λεμεσό τον Αύγουστο του 1973. Τα ζεμπιλούθκια
φτιάχνονταν με την ίδια ζύμη που παρασκευάζονταν και τα
παραδοσιακά κουλλούρια. Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν ήταν
αλεύρι σιταριού, νερό, προζύμι, αλάτι, μυρωδικά (μεχλέπι,
μαστίχα, γλυκάνισος) και σησάμι. Τα ζεμπιλούθκια
παρασκευάζονταν από τις γυναίκες μαζί με άλλα ζυμώματα, όπως
αυγωτές, βατραχάκια, σταυροκούλλουρα, ανθρωπάκια, κούμουλλα
κ.τ.λ. πριν τις εορτές του Πάσχα, των Χριστουγέννων και
άλλων εορταστικων περιστάσεων. Μετά την παρασκευή της ζύμης,
τα ζεμπιλούθκια πλάθονταν και διακοσμούνταν με διάφορα
σχήματα και συνήθιζαν να τα δίνουν στα παιδιά.
Το ζεμπιλούι είχε το σχήμα μικρής τσαντούλας, του ζεμπιλιού
(από την τουρκική λέξη zembil), το οποίο στην πραγματικότητα
είναι ένας μεγάλος σάκκος από ψάθα ή πλεγμένος από χόρτα, με
ανοικτό στόμιο και δύο λαβές και χρησίμευε για πρόχειρες
μεταφορές. Το ζεμπίλι το χρησιμοποιούσαν επίσης οι γεωργοί
βάζοντας μέσα τους σπόρους του σιταριού, του κριθαριού και
άλλων δημητριακών για τη σπορά. Τα αντικείμενα
εκτίθενται στους χώρους της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών,
στην Πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού (εντός του περιβόλου
του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου).
Για περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές μπορείτε να
αποταθείτε στο τηλ. 22432578.
Επιμέλεια κειμένου:
Νεκταρία Κόκκινου
Πηγές: -Δ. Βοσκαρίδου,
Το πλουμιστό ψωμί της Κύπρου, Λεμεσός 2011. -Κ.
Χατζηιωάννου, Ετυμολογικό λεξικό της ομιλούμενης
κυπριακής διαλέκτου, Λευκωσία 2000. - Σ. Σαμουήλ ,
Σ. Χρ. Ζάχου, Η όμορφη γλώσσα των παππούδων μας,
Λευκωσία 2017. -Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.
- Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής,
http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy.
Έκθεμα
μήνα Απριλίου 2019
Για
τον μήνα Απρίλιο, το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της
Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, έχει επιλέξει να σας
παρουσιάσει ένα ασημένιο τριφουρένιο καλαθάκι με έξι
κουταλάκια και έξι πιρουνάκια (Μ.Α. 372). Το
καλαθάκι έχει κατασκευαστεί με τη συρματέινη τεχνική ή
διαφορετικά όπως είναι πιο γνωστό στην Κύπρο, το τριφούρι.
Το τριφούρι είναι μια παραδοσιακή τεχνική κατασκευής
κοσμημάτων. Σύμφωνα με αυτή τη διαδικασία χρησιμοποιούνταν
πολύ λεπτά σύρματα καθαρού ασημιού τα οποία τυλίγονταν σε
μικρά κυκλικά σχήματα «τριφούρια». Για την κατασκευή του
σύρματος, οι χρυσοχόοι χρησιμοποιούσαν καθαρό ασήμι με 1%
χαλκό για καλύτερη επεξεργασία του υλικού. Μετά το λιώσιμο,
το υλικό το τοποθετούσαν σε μια ειδική χωλέτρα, το λιγκρί.
Στη συνέχεια η διαδικασία απαιτούσε το ασήμι να περαστεί από
κύλινδρο με τρύπες με διαφορετική διάμετρο και από σύρτες
για να δημιουργηθεί το σύρμα. Όταν ο σκελετός του καλαθιού
έπαιρνε σχήμα, τοποθετούνταν μέσα τα «τριφούρια» τα οποία
είχαν διάφορα σχήματα όπως σαλιγκάρι, μαργαρίτες και άλλα.
Στη συνέχεια γινόταν η συγκόλληση με «ασημοκόλληση».
Τοποθετούνταν τα πόδια και οι χειρολαβές και βυθιζόταν σε
θειικό οξύ για να ασπρίσει. Τέλος για να λειανθεί και να
γυαλίσει χρησιμοποιούσαν βούρτσα μπρούτζινη και ένα ατσάλινο
εργαλείο. Η συρματέινη τεχνική, η οποία έδωσε νέα μορφή
στην Κυπριακή μεταλλοτεχνία, εφαρμόστηκε από την Αρχαϊκή
περίοδο. Η αργυροχοΐα αποτελεί ένα από τους βασικότερους
κλάδους της λαϊκής τέχνης στην Κύπρο. Σύμφωνα με μαρτυρίες
περιηγητών αλλά και από τα ασημένια και χρυσά αντικείμενα
και κοσμήματα που σώζονται μέχρι σήμερα και φιλοξενούνται σε
συλλογές, η συγκεκριμένη τέχνη άνθησε στο νησί κυρίως τον
17ο με 19ο αιώνα. Για την κατασκευή των αντικειμένων οι
τεχνίτες χρησιμοποιούσαν διαφορετικές τεχνικές και
διακοσμητικές μεθόδους όπως είναι: η εγχάρακτη, η έκτυπη, η
διάτρητη και η συρματέινη που περιγράφηκε πιο πάνω. Στο
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου εκτίθεται η μεγαλύτερη συλλογή
αργυροχρυσοχοΐας της Κύπρου.
Για περισσότερες
πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432578.
Επιμέλεια κειμένου: Νεκταρία Κόκκινου Πηγές: -Μ.
Δημητρίου, Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείου Κύπρου,
Λευκωσία 2002. -Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.
-Α. Γ. Πιερίδη, Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη, Λευκωσία
1991.
Έκθεμα μήνα Μαΐου 2019
Για
τον μήνα Μάιο, το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας
Κυπριακών Σπουδών, έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει ένα πολύ
ιδιαίτερο έκθεμα, ένα ασημένιο τρενάκι (Μ.Α. 389
α-ε). Το τρενάκι αποτελείται από πέντε μέρη: τις ράγες, το
τρενάκι, δύο καρότσες και την πρόσοψη σταθμού. Οι ράγες
αποτελούνται από τέσσερα κομμάτια και έχουν σχήμα
ελλειπτικό. Το τρενάκι έχει εσωτερικό μηχανισμό με σκοπό την
κίνηση της μηχανής και των καροτσιών. Οι δύο καρότσες φέρουν
πλαστικούς μικρούς τροχούς. Η μια καρότσα φέρει εγχάρακτη
επιγραφή «stone» και η άλλη «silvr». Η ασημένια πρόσοψη
σταθμού στηρίζεται σε δύο βάσεις και φέρει εγχάρακτη
επιγραφή «station». Όλα τα μέρη του εκθέματος είναι ασημένια
με συρματέινη διακόσμηση.
Η συρματέινη τεχνική ή διαφορετικά, όπως είναι πιο γνωστή
στην Κύπρο, το τριφούρι, είναι μια παραδοσιακή τεχνική
κατασκευής κοσμημάτων. Σύμφωνα με αυτή τη διαδικασία
χρησιμοποιούνταν πολύ λεπτά σύρματα καθαρού ασημιού, τα
οποία τυλίγονταν σε μικρά κυκλικά σχήματα «τριφούρια». Τα
«τριφούρια» είχαν διάφορα σχήματα, όπως σαλιγκάρι,
μαργαρίτες και άλλα. Η συρματέινη τεχνική, η οποία έδωσε
νέα μορφή στην Κυπριακή μεταλλοτεχνία, εφαρμόσθηκε από την
Αρχαϊκή περίοδο. Η αργυροχοΐα αποτελεί ένα από τους
βασικότερους κλάδους της λαϊκής τέχνης στην Κύπρο. Σύμφωνα
με μαρτυρίες περιηγητών, αλλά και από τα ασημένια και χρυσά
αντικείμενα και κοσμήματα που σώζονται έως σήμερα και
φιλοξενούνται σε συλλογές, η συγκεκριμένη τέχνη άνθησε στο
νησί κυρίως τον 17ο με 19ο αιώνα. Για την κατασκευή των
αντικειμένων οι τεχνίτες χρησιμοποιούσαν διαφορετικές
τεχνικές και διακοσμητικές μεθόδους, όπως η εγχάρακτη, η
έκτυπη, η διάτρητη και η συρματέινη. Στο Μουσείο Λαϊκής
Τέχνης Κύπρου εκτίθεται η μεγαλύτερη συλλογή
αργυροχρυσοχοΐας της Κύπρου.
Για περισσότερες
πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432.578.
Επιμέλεια κειμένου: Νεκταρία Κόκκινου
Πηγές:
-Μ. Δημητρίου, Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείου Κύπρου,
Λευκωσία 2002. -Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.
-Α. Γ. Πιερίδη, Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη, Λευκωσία
1991.
Έκθεμα μήνα Ιουνίου 2019
Το
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, της Εταιρείας Κυπριακών
Σπουδών έχει επιλέξει, για τον μήνα Ιούνιο, να σας
παρουσιάσει ένα πιάτο «αλειφτό» (εφυαλωμένo πιάτο)
της Λαπήθου (Α.Μ. 2846). Το αντικείμενο αυτό κατασκευάσθηκε
στο Αγγειοπλαστείο Χριστοδουλάκη στη Λάπηθο και δωρήθηκε στο
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου το 1991 από την οικογένεια του
Κώστα Χριστοδουλάκη. Φέρει πράσινη και χρυσαφιά
«αντιναχτή» διακόσμηση πάνω σε γυαλιστερή αλοιφή, ενώ στο
μέσον διακοσμείται με μια μαργαρίτα. Στη Λάπηθο βρέθηκαν
πολλά καμίνια, χρονολογημένα από τον 16ο αιώνα μ.Χ., γεγονός
που φανερώνει πως η περιοχή αποτελούσε από το Μεσαίωνα
κέντρο αγγειοπλαστικής, κάτι που συνεχίσθηκε και στα νεώτερα
χρόνια. Για την παρασκευή του πηλού, τα εργαστήρια της
περιοχής έπαιρναν τρία είδη χώματος, κόκκινο από την Μύρτου,
μαύρο από τη Βασίλεια και το ασπρόχωμα από τη Λευκωσία.
Συχνά χρησιμοποιείτο και άργιλος από τα βουνά της περιοχής.
Τα αγγειοπλαστεία εκεί έφτιαχναν κούππες, κουρελλούς (αγγεία
αποθηκεύσεως τυριού, λαδιού, ελιών), μπότηδες, βάζους,
γλάστρες, φλιτζάνια, πιάτα, αλατιέρες. Βασική διαφορά των
αγγείων της Λαπήθου από αυτά των υπόλοιπων περιοχών είναι
αυτό το στίλβωμα που έχουν, το οποίο τα καθιστά ιδανικά για
οικιακή χρήση. Αυτό τα βοήθησε να γίνουν πολύ γνωστά και
διαδεδομένα σε ολόκληρη την Κύπρο. Μετά την Τουρκική
εισβολή το 1974, οι αγγειοπλάστες από την περιοχή
εγκατέστησαν τα εργαστήριά τους στις ελεύθερες περιοχές της
Κύπρου και συνεχίζουν την παράδοση της Λαπήθου με σύγχρονα
αλειφτά αγγεία.
Για περισσότερες πληροφορίες και
νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22432.578.
Επιμέλεια
κειμένου: Κωνσταντίνος Θεοφάνους
Πηγές: -Μ.
Δημητρίου, Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείο,
Λευκωσία 2002. -Μ. Δημητρίου, Παραδοσιακή
Αγγειοπλαστική στην Κύπρο, Λευκωσία 2001. -Ε.
Παπαδημητρίου, Νεότερη εφυαλωμένη κεραμική της Κύπρου.
Τα εργαστήρια της Λαπήθου, Λευκωσία 2005. -Αρχείο
Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.
Έκθεμα μήνα Ιουλίου 2019
Για
τον μήνα Ιούλιο το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της
Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει
ένα από τα είδη της λαϊκής χειροτεχνίας, ένα πανέρι
(«τσέστο») (Α.Μ. 639). Το πανέρι αυτό δωρήθηκε στο
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου τον Νοέμβριο του 1952 από τον
Ιωάννη Κούππα, ενώ προέρχεται από το κατεχόμενο σήμερα χωριό
της Μεσαορίας Άσκεια («Άσσια»). Τα είδη αυτά ήταν ιδιαίτερα
ανεπτυγμένα στη Μεσαορία, την Καρπασία και τα χωριά της
Πάφου. Είναι πλεγμένο από στελέχη σιταριού («ποκαλάμες»)
και διακοσμείται με ποικιλόχρωμες λωρίδες υφάσματος στην
περίμετρο του. Τα πανέρια αυτά χρησιμοποιούνταν κυρίως
για πρακτικές, καθημερινές ανάγκες. Πάνω σ’ αυτούς έκοβαν
και αποξήραιναν τον φιδέ, τα μακαρόνια, τον τραχανά,
τοποθετούσαν τα κουλούρια και τις φλαούνες το Πάσχα πριν και
μετά το φούρνισμα, τοποθετούσαν πάνω τους και μετέφεραν τα
διάφορα γεωργικά προϊόντα από τα χωράφια στο σπίτι κ.ά.
Οι «τσέστοι» αποτελούσαν επίσης απαραίτητο διακοσμητικό
στοιχείο στους τοίχους των σπιτιών ή στις σουβάντζες μαζί με
τα πιάτα, τις μερρέχες, τις κολοκύθες («κολότζια») κ.ά. Αυτά
αποτελούσαν συνήθως μέρος της προίκας για διακόσμηση της
κατοικίας τους. Σημαντικό όμως ρόλο είχε και στα έθιμα
πριν από το γάμο. Λίγο μετά το μεσημέρι του Σαββάτου (οι
γάμοι γίνονταν συνήθως Κυριακή), μαζεύονταν στο σπίτι της
νύμφης, όπου εντός του μεγάλου δωματίου θα «χόρευαν» πάνω
στον «τσέστο» τα μεταξωτά της προίκας της νύμφης, ενώ
ακολούθως τοποθετούσαν εκεί τα χρήματα για να «πλουμίσουν»
τους βιολιτζήδες («βιολάρηδες») που τους συνόδευαν. Ανήμερα
του γάμου, μετά τη θεία Λειτουργία συγκεντρώνονταν στα
σπίτια του γαμπρού και της νύμφης, όπου θα γινόταν το
ντύσιμο και ο στολισμός τους, αφού πρώτα «χόρευαν» τα
ενδύματά τους πάνω στον «τσέστο». Αρκετά απ’ αυτά τα έθιμα
συνεχίζονται ως σήμερα.
Για περισσότερες πληροφορίες
και νέες δωρεές μπορείτε να αποταθείτε στο τηλ. 22.432.578.
Επιμέλεια κειμένου: Κωνσταντίνος Θεοφάνους
Πηγές: - Γ. Χ. Παπαχαραλάμπους, Κυπριακά Ήθη και
Έθιμα, Λευκωσία 1965. - Εικονικό Μουσείο Κυπριακών
Τροφίμων και Διατροφής,
http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/36/civitem/2661
- Χ. Ταουσιάνης, Το Ριζοκάρπασο στο φακό: λεύκωμα,
Λευκωσία 1988. - Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.
- Ενημερωτικό Έντυπο Κυπριακής Υπηρεσίας Χειροτεχνίας. -
Μ. Δημητρίου, Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείο,
Λευκωσία 2002.
Έκθεμα μήνα Αυγούστου 2019
Το
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, της Εταιρείας Κυπριακών
Σπουδών έχει επιλέξει για τον μήνα Αύγουστο να σας
παρουσιάσει ένα αγροτικό εργαλείο για τον θερισμό των
δημητριακών και άλλων χόρτων, ένα δρεπάνι με σκαλιστή
ξύλινη λαβή (Α.Μ. 1194). Το αντικείμενο αυτό προέρχεται
από τη Λάπηθο και βρίσκεται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου
από το 1964. Η ξύλινη λαβή του έχει λεπτό διακοσμητικό
γεωμετρικό σκάλισμα, ενώ απολήγει σε δερμάτινη βάση με μαύρα
κρόσια. Τα δρεπάνια αυτά ήταν σε ευρεία χρήση στην Κύπρο
έως τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν δηλαδή εμφανίσθηκαν
οι θεριστικές μηχανές στην Κύπρο. Έως τότε ήταν απαραίτητα
σε κάθε σπίτι κατά την περίοδο του θερισμού. Επίσης, αν η
λεπίδα στόμωνε, ο πιο εύκολος τρόπος για να την ακονίσουν
ήταν με μια σκληρή πέτρα. Η Λάπηθος, από τα μέσα του
19ου αιώνα υπήρξε σπουδαίο κέντρο ξυλογλυπτικής. Εκεί
υπήρχαν ξυλουργοί ειδικευμένοι στην κατασκευή γεωργικών
εργαλείων, όπως άροτρα, δουκάνες κ.ά.
Για
περισσότερες πληροφορίες και νέες δωρεές μπορείτε να
αποταθείτε στο τηλ. 22432.578.
Επιμέλεια κειμένου:
Κωνσταντίνος Θεοφάνους.
Πηγές: - Ελ.
Παπαδημητρίου, Η τέχνη του ξύλου στην Κύπρο,
Λευκωσία 2003. - Θ. Θ. Φωτιάδη, Κατάλογος Αγροτικών
Εργαλείων και Αντικειμένων για το Γεωργικό Μουσείο,
Υπουργείο Εργασίας και Φυσικών Πόρων, Τμήμα Γεωργίας,
Λευκωσία 1986. - Μ. Δημητρίου, Θησαυροί του
Εθνογραφικού Μουσείο, Λευκωσία 2002. - Αρχείο
Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.
Έκθεμα
μήνα Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2019
«Κόκκινη
κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη…»
Για τους μήνες
Σεπτέμβριο
και Οκτώβριο, το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας
Κυπριακών Σπουδών έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει την
ανέμη. Η συγκεκριμένη ανέμη (Α.Μ.1418) συγκαταλέγεται
στα εκθέματα του Μουσείου από τον Μάρτιο του 1968. Έχει ύψος
89εκ. και είναι κατασκευασμένη από καλάμια. Τα συνδεδεμένα
μεταξύ τους καλάμια σχηματίζουν τον σκελετό, ο οποίος
περιστρέφεται γύρω από τον κατακόρυφο άξονα, τον
«ανεμόστυλο». Είναι τοποθετημένη πάνω σε βάση. Η ανέμη
είναι ένα από τα εργαλεία, τα οποία χρησιμοποιούνταν στην
υφαντική. Πάνω στην ανέμη τοποθετούσαν θηλιές από κλωστές
και με τη βοήθεια του «δουλαππιού» η κλωστή μεταφερόταν πάνω
στα «μασούρια». Η υφαντική ήταν ασχολία κυρίως των γυναικών.
Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν τις
κλωστές ήταν βαμβάκι, μετάξι, λινάρι και μαλλί. Με τη
βοήθεια διάφορων εργαλείων, όπως το αδράχτι, ο αργαλειός, η
ανέμη και το δουλλάπιν, επεξεργάζονταν τα νήματα και
έφτιαχναν διάφορα υφάσματα.
Για περισσότερες
πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22 432.578.
Επιμέλεια κειμένου: Νεκταρία Κόκκινου
Πηγές:
-Ε. Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου, Η Εθνογραφική Συλλογή του
Ομίλου Λαϊκής, Λευκωσία 2006. -Αρχείο Μουσείου
Λαϊκής Τέχνης Κύπρου. -Α. Γ. Πιερίδη, Κυπριακή Λαϊκή
Τέχνη, Λευκωσία 1991.
Έκθεμα μήνα Νοεμβρίου 2019
Το
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου της Εταιρείας Κυπριακών
Σπουδών, για τον μήνα Νοέμβριο έχει επιλέξει να σας
παρουσιάσει μια υαλογραφία (Α.Μ. 2171), μια
ζωγραφιά δηλαδή πάνω σε γυαλί, η οποία χρονολογείται στον
20ο αιώνα (διαστάσεις 38 Χ 30 εκ.). Το συγκεκριμένο
αντικείμενο προέρχεται από τον κατεχόμενο Άγιο Σέργιο
Αμμοχώστου και αγοράσθηκε από το Μουσείο το 1972 από τη
Χριστίνα Αντωνή Καραγιαννά. Στην υαλογραφία αυτή έχουμε
μια παράσταση με τους πρωτόπλαστους, τον Αδάμ και την Εύα,
να πλαισιώνουν το δένδρο του απαγορευμένου καρπού που
βρίσκεται στο μέσον. Η Εύα απεικονίζεται να δίνει στον Αδάμ
τον καρπό (μήλο), ενώ από πίσω παρατηρούμε το φίδι να
βρίσκεται τυλιγμένο στον κορμό του δένδρου. Στο κάτω μέρος
της σύνθεσης υπάρχουν τα αρχικά Ε. και Α., τα οποία
παραπέμπουν στα ονόματα Εύα και Αδάμ. Η ζωγραφική σε
γυαλί ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στα χωριά της Μεσαορίας και
κοσμούσε συνήθως το μεγάλο, κεντρικό δωμάτιο της
παραδοσιακής οικίας. Στις υαλογραφίες απεικονίζονται
θέματα θρησκευτικά, εθνικά, μυθολογικά πρόσωπα και λαϊκοί
ήρωες, προσωπογραφίες και οικογενειακές φωτογραφίες, ζώα και
πουλιά, καθώς και διάφορα διακοσμητικά θέματα. Δημιουργοί
ήταν ως επι το πλείστον λαϊκοί ζωγράφοι, οι οποίοι
εξασκούσαν τη ζωγραφική για βιοπορισμό παράλληλα με το
επάγγελμά τους (γεωργοί, κτηνοτρόφοι κ.ά.) Η ζωγραφιά
αποτυπωνόταν ανάποδα με λαδομπογιά στο πίσω μέρος του
επιλεγμένου γυαλιού με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται
κανονικά η ζωγραφιά στο μπροστινό μέρος του γυαλιού. Η
υαλογραφία εκτίθεται στους χώρους της Εταιρείας Κυπριακών
Σπουδών, στην Πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού (εντός του
περιβόλου του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Ιωάννου του
Θεολόγου).
Για περισσότερες πληροφορίες και
νέες δωρεές μπορείτε να αποταθείτε στο τηλ. 22432578.
Επιμέλεια κειμένου: Κωνσταντίνος Θεοφάνους.
Πηγές: -Ε. Παπαδημητρίου, Λαϊκή ζωγραφική, εγχάραξη
και γλυπτική, Λευκωσία 2010. -Μ. Δημητρίου,
Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείου Κύπρου, Λευκωσία
2002. -Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου.
Έκθεμα μήνα Δεκεμβρίου 2019
Επ’
ευκαιρία της γιορτής των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς,
το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, της Εταιρείας Κυπριακών
Σπουδών έχει επιλέξει να σας παρουσιάσει μια Βασιλόπιτα
(Α.Μ. 3652). Παρασκευάστηκε από την κ. Παναγιώτα Σπανού και
έγινε δωρεά στο Μουσείο από την κ. Καλλιόπη Πρωτοπαπά τον
Ιούνιο του 2017. Έχει διάμετρο 31 εκ. και ύψος 4 εκ. Η
Βασιλόπιττα ή Πίττα του Άη Βασίλη ή Πίττα της Πρωτοχρονιάς ή
Άης Βασίλης παρασκευαζόταν την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς με
την ίδια ζύμη που έφτιαχναν και τη Γεννόπιττα των
Χριστουγέννων με τη διαφορά ότι τοποθετούσαν μέσα και ένα
νόμισμα. Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν ήταν αλεύρι
σιταρένιο, προζύμι, νερό και μυρωδικά (μέχλεπι, μαστίχα,
κανέλλα, γλυκάνισος). Η πίττα πασπαλιζόταν από πάνω με
ασπρισμένο σησάμι και έφερε περίτεχνο διάκοσμο με ζυμάρι, με
κύριο χαρακτηριστικό τον Σταυρό. Τα «πλουμιά» της
βασιλόπιττας είχαν ποικιλία ανάλογα με την περιοχή. Σε
κάποια χωριά έφτιαχναν τη μορφή του Άγιου Βασίλη είτε
χαράσσοντας την πίττα με μαχαίρι είτε με ζυμάρι. Διάφορα
φυτικά και άλλα μοτίβα όπως ρόδακες, ζεμπύλια κ.α.
συμπλήρωναν τη διακόσμηση. Οι επιδέξιες νοικοκυρές
χρησιμοποιούσαν διάφορα αντικείμενα για να τελειοποιήσουν τη
διακόσμηση όπως μαχαίρι, ψαλίδι, χτένα, πιρούνια. Το μέγεθος
της Πίττας ήταν όπως της Παννυχίδας, δηλαδή λίγο μεγαλύτερη
από τον άρτο. Η συγκεκριμένη Βασιλόπιττα φέρει στο κέντρο
Σταυρό από ζυμάρι και στις τέσσερις γωνιές του ρόδακες.
Περιμετρικά φέρει οδοντωτό μοτίβο. Την πίττα
τοποθετούσαν το βράδυ της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς, για
ευλογία από τον Άγιο, πάνω στο τραπέζι μέσα σε ένα πανέρι
μαζί με το «Πουγκί» του νοικοκύρη, ένα ποτήρι, κρασί, ένα
κερί αναμμένο και ένα πιάτο σιτάρι. Κάποιοι τοποθετούσαν στο
τραπέζι ένα σταυρό από ζυμάρι και στην κάθε γωνιά του: ένα
άρτο, ένα πρόσφορο, τη βασιλόπιττα και μια κουμουλλιάν. Τη
μέρα της Πρωτοχρονιάς ο νοικοκύρης του σπιτιού αφού πρώτα
σχημάτιζε το σχήμα του Σταυρού πάνω από την Πίττα, την έκοβε
σε κομμάτια. Τα πρώτα κομμάτια αφιερώνονταν στον Χριστό, την
Παναγία και στον νοικοκύρη.
Για περισσότερες
πληροφορίες και νέες δωρεές αποταθείτε στο τηλ. 22 432.578.
Επιμέλεια κειμένου: Νεκταρία Κόκκινου
Πηγές:
-Αρχείο Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου. -Δ. Βοσκαρίδου,
Το πλουμιστό ψωμί της Κύπρου, Λεμεσός 2011.
-Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής:
http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/
|
|
|
|